Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Τζουμερκιώτικο Αντάμωμα την Τρίτη του Πάσχα, στον Καταρράκτη Άρτας

 

Ο Σύλλογος Κεντρικών Τζουμέρκων "ΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ" σε συνεργασία με τον Σύλλογο Καταρρακτινών Άρτας ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΑΜΑΚΟΣ , διοργανώνουν την Τρίτη του Πάσχα 7.5.2024 και από ώρα 11.30 το ''Τζουμερκιώτικο ΑντΑμωμα", στην Κεντρική Πλατεία του Καταρράκτη , με το τσούγκρισμα κόκκινων αυγών, με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια από την ζυγιά του Κώστα Γεροδήμου , μαζι τους και ο Στέφανος Μαργώνης !

Η εκδήλωση συνδιοργανώνεται με : Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων, Περιφεριακή Ενότητα Άρτας και το Εμπορικό Επιμελητήριο Άρτας .

Σας καλούμε να παρευρεθείτε στην εκδήλωση, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αυγά και να γλεντήσουμε όλοι μαζί !

                                     Για τα Δ.Σ. των Συλλόγων


                 Κεντρικών Τζουμέρκων      Καταρρακτινών Άρτας

                     Αντώνης Κοντός                    Χαρά Καλιακάτσου

Καταδικάστηκαν 4 αγρότες για κινητοποιήσεις του 2020

Ενόχους έκρινε το τριμελές πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, τέσσερις από τους δέκα αγρότες που κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τις κινητοποιήσεις του 2020 στον Ε-65.

Όπως ενημέρωσαν το KarditsaLive.Net, μέλη της ΕΟΑΣΚ, το δικαστήριο έκρινε ότι οι τέσσερις συνάδελφοί τους ήταν αυτοί που ανέβηκαν στον αυτοκινητόδρομο με αγροτικά μηχανήματα.

Η ποινή που επιβλήθηκε ήταν 15 μήνες φυλάκιση με διετή αναστολή και την απόφαση να είναι εφέσιμη. Ήδη, τόνισαν οι εκπρόσωποι της ΕΟΑΣΚ (που χαρακτήρισαν άδικη την απόφαση) ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την υποβολή έφεσης.

Σημειώνουμε πως, όπως σας έχει ήδη ενημερώσει η ηλεκτρονική μας εφημερίδα, η εκδίκαση της υπόθεσης προχώρησε χωρίς παρουσία δικηγόρου υπεράσπισης (υπάρχει η αποχή) μετά από επιθυμία των κατηγορουμένων αγροτών.

Πηγή: karditsalive.net

https://agronewsbomb.gr/


Εκδήλωση του Συλλόγου Ηπειρωτών Χαϊδαρίου με θέμα: "Μουσικότης της ελληνικής γλώσσης - Διάλεκτοι Ηπείρου"


«Αει κακιά αστραπόπτσα να την βαρέσ’ .......

http://www.karfitsa.gr/wp-content/uploads/2013/10/logo-lightning.jpg

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Γιατρέ να αναβάλουμε τη συνάντησή  μας, για το σφράγισμα του οδόντος  για τη Δευτέρα, γιατί  το Σ.Κ. (Σαββατοκύριακο) θα  πάω εκδρομή. Οκέι;» Αυτά  ακούσαμε το περασμένο καλοκαίρι στα Τζουμέρκα.
.....
Τον κοίταξα, με κοίταξε ο γιατρός, του έφυγαν τα φύλα της τράπουλας από τα χέρια του, έχασε ένα τσουβάλ’ καπίκια και στο τέλος ανέκραξε απελπισμένος.
«Αει κακιά αστραπόπτσα να την  βαρέσ’  κατακρίκελα.».
Ο Νάσιος, ο συμπαίκτης του, τον παρατήρησε ευγενικά:
-Γιατρέ ντροπής πράγματα. Δεν επιτρέπονται αυτά.
Κι ο γιατρός γύρισε κατά το μέρος μου.
-Εσύ δεν έχεις να πεις τίποτε; Το Σαββατοκύριακο έγινε Σ.Κ. ; Την ξέσκισαν την γλώσσα.

https://scontent-mxp1-1.xx.fbcdn.net/v/t1.0-9/14457375_883693981765656_2510171334443339283_n.jpg?oh=ddf4c1acbe34eaf1b39dfa2827a70023&oe=587E8DBC

«Είναι η καινούρια γλώσσα, η εξευγενισμένη. Ε, τι στα Τζουμερκιώτικα θα είμαστε ακόμη;», συνέχισε την κουβέντα ο τέταρτος της παρέας.
Κούνησα το κεφάλι μου. Είχα και παραείχα να πω, αλλά όπως τον είδα έτσι αμπουριασμένο τον γιατρό,  είπα μέσα μου: «Καλύτερα να μην μιλήσεις». Και δεν μίλησα. Δεν μίλησα, για να συνεχίσουμε το παίξιμό μας.

https://scontent-mxp1-1.xx.fbcdn.net/v/t1.0-9/10710643_428406670631078_1911626716903897826_n.jpg?oh=5c7f3f55f58edcf190b4b4dfc6aa96cd&oe=5866A618

(Αμπούριασε στο καναβοτόπ’ θα ρίξ’ καρεκλοπόδαρα)

Και εκεί  που παίζαμε, άρχισαν κομπολόι -συνειρμικά- να λειτουργούν οι λέξεις.  Ένα κατεβατό.  Τζουμερκιώτικη λαλιά.   
Να πάρουμε τη λέξη βαράω με τη μεταβατική και αμετάβατη σημασία. Τη λέμε και την πολυλέμε στα Τζουμέρκα. Την είπε και ο γιατρός. «Να την βαρέσ’…». Είναι λέξη που έλκει την καταγωγή της από τον Όμηρο και αρχικά σήμαινε πιέζω με το βάρος μου.

Βαράω: κτυπώ κάποιον, δηλαδή δέρνω ή σκοτώνω. Μη βάρισι μωρ’ μάνα.
Βάρεσα: κτύπησα, πληγώθηκα , σκότωσα: Να σε βαρέσ’ κακό στραπάτσο.
Βαράω βιολι: Μ’ έκοψε λόρδα.
Βαράω γκασμά: δύσκολα περνάω.
Βαράν οι μουσικοί: «βαράν τα όργανα, βαράν κι οι σακοράφες».
Βάρεσε μεσ’μέρ’ κι ακόμα μπεκροπίν’ στα καφενεία.
Βαράω μύγες: κάθομαι άπραγος, δεν έχω δουλειά.
Τον βάρεσαν με γκρα: τον πυροβόλησαν.
Βάρεσε  δυο λαγούς κι έναν τρυποτούφο: Λόγια κυνηγών. Αμούρες, φιστούρες και γκόρτσα αγίνωτα.
Ήπια δυο τσίπ’ρα και με βάρεσε κατακούτελα:  Αυτό  έλεγε η γιαγιά μου στην Άγναντα. «Πηγαίνετε στο πουτσαρείο ( έτσι έλεγαν τα καφενεία, γιατί μόνο άντρες πήγαιναν εκεί) του Λεμονιά και πίνετε τα παλιοτσίπ’ρα και σας βαράει κατακρίκελα στο κεφάλ’».
Μού τη βάρεσε: Γιατί να είναι πιο εύηχο το μού την έδωσε.  
Βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο: μετανιώνω πικρά για κάτι, συνειδητοποιώ ένα μεγάλο λάθος μου.
Βαρούν τα σήμαντρα: «Γιώργη, βαρούν τα σήμαντρα, σημαίνουν κι οι καμπάνες./Δεν πας, Γιώργη, στην εκκλησιά, δεν πας να μεταλάβεις;»
Τον βάρεσε η καψούρα κατακούτελα: ερωτεύθηκε.

https://scontent-mxp1-1.xx.fbcdn.net/v/t1.0-9/10690186_424338174371261_4441280362224269962_n.jpg?oh=75a4c38cb2b9294d087cc52b861f4f56&oe=588189C7
(Εδώ κι αν έπεσε αστραπόπτσα!)

Η γλωσσοπλαστική δεινότητα της Τζουμερκιώτικης λαλιάς. Άφθονα στοιχεία της γλώσσας των προγόνων μας, δημιούργησαν και νέες λέξεις, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη, τις κραυγές των ζώων και τους ήχους του αέρα και των γάργαρων νερών του τόπου μας, καθώς και τα φαινόμενα της φύσης και της ζωής.  Μέσα από τις λέξεις προβάλλουν εικόνες από τη φύση και τη ζωή, που δίνουν «σάρκα και οστά» ακόμα και στις αφηρημένες έννοιες, τις ιδέες.
Η «εικονοπλαστική» αυτή ικανότητα των Τζουμερκιωτών, με χρωστήρα τη γλώσσα και πρότυπο (μοντέλο) τη φύση κάνει τη ντοπιολαλιά μας να ακούγεται «ανάγλυφα», παραστατικά, ζωντανά.
Κάθε λέξη της «προβάλλει» σαν μια  εικόνα που σφύζει από κίνηση και ζωή.

https://scontent-mxp1-1.xx.fbcdn.net/v/t1.0-9/10253825_416610498477362_8005127170330034834_n.jpg?oh=eaabdc05774e568aa231eaa2b2c5e2ba&oe=5875B299

Η αστραπή
«Θριαμβικοί θάνατοι επέρχονται/ ραγδαίως/ και μες στον μαύρο ουρανό/ ανάμεσα σε πύραυλους μέσου βεληνεκούς/  η λαμπερή αστραπή θα ’ναι η ψυχή μου».  (Γ. Σεφέρης)

Αλάφιασμα: το τρόμαγμα, το τίναγμα και το τρέξιμο του ελαφιού, όταν ξαφνιάζεται.  
Κουλοκαψίδα: όποιος αγωνιά πολύ και δεν μπορεί να ησυχάσει, όπως εκείνος που έχει ερεθισμένες αιμορροΐδες. Ε, ρε τη κουλουκαούρα  που τον έπιασε…
Πουσπουρίζω: κάνω «πους-πους», ψιθυρίζω στο αυτί κάποιου. Τι πουσπουρίζεσαι αυτού πέρα μ’ αυτόν τον ντφεκαλεύρ’.
Αλαφραπαλάτζα:  ονομάζεται ο ελαφρόμυαλος, εκείνος δηλαδή που το ελάχιστο μυαλό του, μόνο από τις «ελαφριές της παλάτζας», από ζυγαριά δηλαδή που ζυγίζει μικρά  βάρη, από ‘ζυγό ακριβείας», όπως θα λέγαμε σήμερα, μπορεί να ζυγιστεί.


Σκεφτόμουν και άλλα πολλά. Κυρίως όμως πόσο δίκιο είχε ο γιατρός που φώναξε: «κακιά αστραπόπτσα να την βαρέσ’». Μπράβο γιατρέ είπα μέσα μου. Μόνο γι’ αυτό θα σε αφήσω να κερδίσεις  στην πρέφα. Σήμερα …, όχι άλλη μέρα.



Χρήστος Α. Τούμπουρος

Tιμήθηκε η ιστορική μάχη της Μπογόρτσας ή μάχη της Νάσσ(ι)αρης στην Κοινότητα του Άσσου

Η ιστορική μάχη των Σουλιωτών και Παρασουλιωτών (Λακκιωτών) στη θέση Μπογόρτσα του χωριού Άσσου Πρέβεζας ενάντια στους Τούρκους του Χασάν Πασά στις 18 και 19 Απριλίου του 1821, όπου τον Αύγουστο του 2021, αναγέρθηκε μνημείο, τιμήθηκε και φέτος, με μία λιτή εκδήλωση η οποία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 21 Απριλίου, 203 χρόνια μετά.

Εψάλη δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Άσσου και στη συνέχεια στο χώρο του Μνημείου τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση από τον π. Αλέξανδρο Σιάρκο, π. Βασίλειο Κούση και π. Θωμά Σωτηρίου και εψάλη ο εθνικός ύμνος.

Τους παρευρισκόμενους καλωσόρισε ο συντονιστής της εκδήλωσης, εκπαιδευτικός κ. Παναγιώτης Κούσης τ. Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Θεσπρωτικού, ο οποίος μεταξύ των άλλων είπε:

Σεβαστοί πατέρες, κ. Δήμαρχε Ζηρού, κ. πρόεδρε της τοπικής κοινότητας Άσσου, κ. εκπρόσωπε της περιφέρειας Ηπείρου, κ.κ πρόεδροι και εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.κ πρόεδροι και εκπρόσωποι συλλόγων και φορέων, κυρίες και κύριοι.

Σας καλωσορίζω στη σημερινή, καθιερωμένη πλέον, επιμνημόσυνη δέηση, σαν ελάχιστο φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης , στους πεσόντες και συμμετέχοντες ήρωες που έδωσαν τη νικηφόρα μάχη των Σουλιωτών – Λακκιωτών στον Άσσο (Νάσσ(ι)αρη) στη θέση Μπογόρτσα στις 18 και 19 Απριλίου του 1821 ενάντια στους Τούρκους του Χασάν Πασά.

Επίσης θέλω να σας ενημερώσω, για όσους δεν το γνωρίζετε, ότι σε απόσταση πενήντα μέτρα (50) νοτιοδυτικά από τη θέση αυτή υπάρχει ακόμα η πέτρα που χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα στη μάχη ο ίδιος ο Μάρκος Μπότσαρης, η λεγόμενη πέτρα του Μπότσαρη (κουρ-Μπότσαρη) όπως και η τοποθεσία. Μετά το τέλος της εκδήλωσης όποιος επιθυμεί μπορεί να μεταβεί στον χώρο όπου βρίσκεται η ιστορική πέτρα. Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.

Παραβρέθηκαν και κατέθεσαν στεφάνι: ο Δήμαρχος Ζηρού κ. Γεώργιος Ζυγούρης, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Δημήτριος Γιολδάσης, ο Περιφερειακός Σύμβουλος Π.Ε. Πρέβεζας, ως εκπρόσωπος της περιφέρειας Ηπείρου κ. Ευάγγελος Τσοβίλης, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Άσσου κ. Κωνσταντίνος Κατσάνος, οι αντιδήμαρχοι κ. κ. Ελευθέριος Μήτσιος και Βασίλειος Χρήστου, οι δημοτικοί Σύμβουλο κ.κ. Θεόδωρος Πανούσης και Ανδρέας Αθανασίου, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Νικολιτσίου κ. Δημήτριος Κίτσιος ,ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Πολυσταφύλου κ. Κωνσταντίνος Καραβίδας, ο εκπρόσωπος της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού Π.Ε. Πρέβεζας κ. Ιωάννης Γιώτης, ο εκπρόσωπος της πυροσβεστικής υπηρεσίας Θεσπρωτικού κ. Χρήστος Σιουμάλας, η εκπρόσωπος του Συλλόγου Αποδήμων Ασσιωτών «Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ» Κα Σπυριάδου – Παφύλλα Μαρία, ο πρόεδρος του Μορφωτικού-Πολιτιστικού Συλλόγου Άσσου με έδρα τα Ιωάννινα κ. Δημήτριος Σπ. Λαμπρούσης, ο εκπρόσωπος του Περιβαλλοντικού – πολιτιστικού Συλλόγου π. Δήμου Θεσπρωτικού κ. Νικόλαος Νικολάου, ο εκπρόσωπος του Αθλητικού Συλλόγου Άσσου «Η ΛΑΚΚΑ ΣΟΥΛΙ» κ. Ιωάννης Θεοδώρου, ο εκπρόσωπος της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος (Π.Σ.Ε.) κ. Κωνσταντίνος Γκρόπας, ο εκπρόσωπος του Συλλόγου Μελιανιτών « Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ» κ. Γεώργιος Ιωαννίδης, ο πρόεδρος του εξωραϊστικού Συλλόγου Νικολιτσίου κ. Χρήστος Κώστας.

Ντυμένη με παραδοσιακή Σουλιώτικη φορεσιά η μικρή Αθανασία Γουρδουμπά του Βασιλείου και της Δήμητρας.

Μετά το τέλος της εκδήλωσης ακολούθησαν κεράσματα με τοπικά εδέσματα από τις γυναίκες του Άσσου, προσφορά του Συλλόγου Απόδημων Ασσιωτών «Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ».

Το ιστορικό της μάχης

Ως προς το ιστορικό της μάχης τη νύχτα της 18ης Απριλίου – λίγες μέρες μετά το Πάσχα – του 1821, στο ύψωμα της Μπογόρτσας – Βογόριτσας, όπου υπήρχε Τούρκικο κάστρο, Σουλιώτες και Παρασουλιώτες (Λακκιώτες), με αρχηγούς τον Νότη Μπότσαρη, τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Γιώργο Δράκο, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων, καθοδηγούμενοι από τους κατοίκους του χωριού Άσσου.

Ο Γιώργος Δράκος κάλεσε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα, αλλά δεν το έκαναν.

Ακολούθησε σκληρή μάχη, που διήρκησε δυόμισι ώρες, από τις δέκα το βράδυ μέχρι μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα και την επόμενη ημέρα από την 10η πρωινή έως την 3η απογευματινή.

Τελικά οι Τουρκαλαβανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κάστρο, έχοντας περίπου 50 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, ενώ από τους Σουλιώτες υπήρξαν 11 νεκροί και 27 πληγωμένοι.

Οι αγώνες των Σουλιωτών ωφέλησαν ανυπολόγιστα την υπόθεση της επανάστασης και της νεοελληνικής αναγέννησης, γιατί συγκλόνισαν την ανθρωπότητα και έθρεψαν τα φιλελληνικά αισθήματα της, με την πίστη ότι ήταν άξιοι της λευτεριάς. Ταυτόχρονα έδωσαν θάρρος και αυτοπεποίθηση στους σκλαβωμένους Έλληνες για το δίκαιο του αγώνα τους και τον τελικό θρίαμβο.

Οι Σουλιώτες, τόσα χρόνια μετά, παραμένουν στην ελληνική ιστορία και μνήμη ως οι ήρωες, που καταυγάζουν τις ψυχές με το φωτοβόλο άστρο της ανδρειοσύνης τους και είναι ικανοί να παραδειγματίσουν τις παρούσες και τις μέλλουσες γενεές σε υψηλά ιδεώδη και σε μεγάλα έργα, άξια της ιστορίας τους και άξια του παρελθόντος τους.






Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Με σιδερολοστό «άνοιξαν» το κεφάλι συγχωριανού τους για έναν αγροτικό δρόμο

 

Οι τσακωμοί για έναν αγροτικό δρόμο στον Κάτω Αλισσό, στην Αχαΐα, έφεραν τα χειρότερα, αφού χρησιμοποιήθηκε έως και σιδερολοστός.

Δύο αδέλφια κάθισαν στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πύργου, όπου και αναβίωσαν -εν μέρει- οι αιματηρές εχθροπραξίες γιατί η δίκη διεκόπη για τις 24 Μαΐου.

Τα δύο αδέλφια έχουν μακρά προϊστορία τσακωμών με συγχωριανό τους για τη χρήση ενός αγροτικού δρόμου που χωρίζει τα χωράφια τους.

Σε βάρος τους ασκήθηκε δίωξη για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη σε βαθμό κακουργήματος, διότι με έναν σιδερολοστό τον Αύγουστο του 2019 «άνοιξαν» το κεφάλι συγχωριανού τους.

Το εν λόγω αιματηρό επεισόδιο δεν είναι το μοναδικό, αφού και το θύμα είχε επιτεθεί στα δύο αδέλφια με το αγροτικό του αυτοκίνητο. Συγκεκριμένα, έκανε όπισθεν και τους παρέσυρε με κίνδυνο να πέσουν σε παρακείμενο ποτάμι. Γι’ αυτή του την πράξη ο δράστης καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 μηνών.

Η ατμόσφαιρα στο ΜΟΔ Πύργου ήταν τεταμένη, ακόμη και εντός της αίθουσας του δικαστηρίου και χρειάσθηκε η επέμβαση των ψυχραιμότερων για να μην παρατηρηθεί και τρίτος γύρος «εχθροπραξιών».

Πηγή: pelop.gr

https://agronewsbomb.gr/

Συνελήφθησαν 3 ημεδαποί στα Ιωάννινα για υπόθεση ναρκωτικών

Συνελήφθησαν χθες (22-4-2024) το απόγευμα στα Ιωάννινα από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ιωαννίνων τρεις ημεδαποί (2 άνδρες και γυναίκα), σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών.

Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, οι αστυνομικοί, στο πλαίσιο αξιοποίησης πληροφοριών, εντόπισαν και συνέλαβαν τους δύο ημεδαπούς, ηλικίας 45 και 24 ετών, αφού όπως προέκυψε, λίγο νωρίτερα ο 24χρονος είχε προμηθεύσει τον 45χρονο με μικροποσότητα κοκαΐνης.

Στην κατοχή τους καθώς και σε έρευνες που ακολούθησαν τόσο στα σπίτια τους όσο και στο σπίτι της ημεδαπής, όπου φιλοξενείται ο 24χρονος, βρέθηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν:

  • 8,02 γραμμάρια κοκαΐνης,

  • μικροποσότητα ηρωίνης,

  • μικροποσότητα ακατέργαστης κάνναβης,

  • 3 ναρκωτικά χάπια,

  • 2 ηλεκτρονικές ζυγαριές ακριβείας,

  • χρηματικό ποσό -90- ευρώ και

  • κινητό τηλέφωνο.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων.

Λάκκα Σούλι 1821. Η μάχη στου Ντάρα (σημερινή Ελιά).











Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης


Οι ιστορικοί πολλές φορές παραλείπουν ή αποσιωπούν γεγονότα που καθόρισαν εν τέλει εξελίξεις. Στην περίπτωση του Σουλίου αποσιωπάται το γεγονός ότι επαναστάτησε από τον Δεκέμβρη του 1820. Έγγραφα και καταγραφές της εποχής εκείνης μιλάνε ξεκάθαρα για τούτο. 

Επίσης δεν αναφέρονται μάχες, που έλαβαν χώρα και καθόρισαν την πορεία της επανάστασης.

Τις παραλείψεις αυτές τις βλέπουμε μόνο στην τοπική βιβλιογραφία της Λάκκας Σουλίου. 

Παρατίθενται μερικές από αυτές. 

Τα χωριά της περιοχής δεν ησυχάζουν όλα αυτά τα χρόνια. Το 1820 ο Σπύρος Κονόμος από τα Λέλοβα, μετά από κρυφή συμφωνία, που είχε γίνει μεταξύ Αλή και Σουλιωτών εναντίον του Πασόμπεη Χουρσίτ, με αρκετή δύναμη αγωνιστών αιφνιδίασε και εξολόθρευσε την Τουρκική φρουρά του «Ταμπουριού» σε ένα στενό του τότε δρόμου Πρέβεζας-Ιωαννίνων (Λάμ. Μάλαμα: «Η Ήπειρος στο ‘21», Λαϊκή Βιβλιοθήκη, 1971).

Στις αρχές του Ιανουαρίου 1821 «πήγε στο Σούλι (ο Αλέξης Νούτσος) και ανταμώθηκε με τον Καπετάνιο Νότην Μπότσαρην και εκεί απόκλεισαν τον δρόμον της Άρτας και αρμάτωσαν όλην την Λάκκαν την μεγάλην ως τα Λέλοβα και το Γεφύρι της Πάσαινας και Γκαντζάν του Λούρου και την μικράν Λάκκαν την μισήν…» (Ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων», εισ. Άγγ. Παπακώστα, κεφ. Δ΄).

Όπως έγραψε ο Νέστορας των Σουλιωτών Ζώης Πάνου, αγωνιστής ο ίδιος (Β. Κραψίτη: «Ζώης Πάνου», εκδ. «Φίλοι του Σουλίου», 1973, σελ. 81), κατά τον Φεβρουάριο του 1821 «έπειτα από τους πολέμους (Τζαρίτζανα, Πλέσια), έγινε σύναξι εις τους Βαριάδες ομού με τους συμμάχους δια να σκεφθούν περί των συμφερόντων τροφών και αποφάσισαν να περιοδεύσουν έν μέρος των Σουλιωτών προς τα μέρη του Λιολιόβου δια να κυριεύσουν όλα, εκείνα τα χωρία όπου επαριθμούνται δώδεκα μικρά και μεγάλα. Ήτον και 5 αποθήκαι με 4 χιλιάδες φορτώματα αραποσίτι. Ήτον εις Λέλοβα ο Ταχήρης Παπούλιας με 350 Τζάμηδες. Ήτον σταλμένος και ο Μητροπολίτης Άρτης Πορφύριος με έν φόρτωμα φλωρία, μαχμουδιέδες δια να διεγείρη ούλα αυτά τα χωρία εναντίον των Σουλιωτών. Αλλά οι λεβέντες Σουλιώται δεν του έδωσαν καιρόν και ούτως διακόσιοι τον αριθμόν κινήθησαν κατ’εκείνο το μέρος.



Ο μεν Μάρκος Μπότζαρης μαθών ότι οι Κρανιώτες δεν εδέχθησαν τα όσα οι Σουλιώται τους επρόβαλλαν δια να ενωθούν, δια νυχτός, εισέβη εις το χωρίον Κρανιά και το εκυρίευσεν. Οι δε εγκάτοικοι μη ημπορώντας δια το αιφνίδιον να αντισταθούν έστρεξαν κατά την υπόσχεσιν των Σουλιωτών. Αφήσας εκεί φρουράν περίλαβεν και τα άρματα της Κρανιάς. Κυρίευσεν και το χωρίον Καντζά, όστις δια την θέσιν αναγκαιούσε των Σουλιωτών. Το χωρίον Καντζάς, επειδή είναι το κλειδί της Πρέβεζας και Λάμαρι, και ούτως εις αυτό ενδυναμώθη και έκοψεν την ανταπόκρισιν οπού είχαν οι Τούρκοι του Λολόβου. Ο μεν Ζώης Πάνου και Βασίλειος Ζέρβας δια νυχτός εις το χωρίον Νάσαρι, πήγαν εις του παπά το σπίτι. Ο παπάς μην ηξεύροντας ότι οι Σουλιώται ήτον, άνοιξεν την θύραν, εισέβησαν οι Καπεταναίοι μέσα, και διέταξαν την παπαδιάν να εισέρχεται εις όλα τα σπίτια του χωριού, βροντώντας την πόρταν. Ακούοντας την φωνήν της παπαδιάς άνοιγον οι νοικοκυραίοι και ούτως επουδράριζαν από δέκα στρατιώται εις κάθε οσπίτιον και ούτω κυρίευσαν την ίδια νύχτα 4 χωρία με την ίδιαν τέχνην. Έκλειναν την κεφαλήν οι εγκάτοικοι. Από το άλλο μέρος ο καπετάν Φώτος-Παναγιώτης ηύρικεν αντίστασιν εις το χωρίον Παπαδάτες. Άναψεν ο πόλεμος, ο Ζώης Πάνος, με τον Βασίλειον Ζέρβαν έδραμον προς βοήθειαν και δια του ποταμού εισέβησαν από το άλλο μέρος. Εις το χωρίον Παπαδάτες υποχρέωσαν τους εγκατοίκους να κλινουν εις τα ζητήματα των Σουλιωτών και εις αυτό το χωρίον έγινε πάραυτα συνέλευσις απ’όλα τα χωρία του Λιολιόβου, εξόν τα Λέλοβα. Εις αυτήν την συνέλευσιν ο Ζώης Πάνου ευχαρίστησεν τους συναθροισθέντες με ορθόν λόγον και μην γνωρίζοντάς τον πολλοί ηρώτησαν τον Νότην Μπότσαρην ποίος ήτο ο άνδρας. Τους διηγήθη ο Νότης την πολυχρόνιον διατριβήν του Ζώη εις την Ευρώπην και το πώς ήτον πατριώτης γνήσιος. Αμέσως εστάλθησαν εις τον Αλή-Πασιάν γράμματα, επιβεβαιούσαν τα κατορθώματα και τας υποσχέσεις οπού εδόθησαν εις τα χωρία του Λολόβου και ο Αλή-Πασιάς τα έστρεξεν και τα αποκήρωσεν. Την αυτήν ημέραν έδραμον προς τα Λέλοβα και το δειλινόν με ορμήν οι Σουλιώται εισέβησαν εις το μεγάλον χωρίον Λέλοβα. Υποχρέωσαν τους Τούρκους και σφαλίστηκαν εις πέντε πύργους. Ο πόλεμος εξακολουθούσεν. Πολιόρκησαν τους Τούρκους στενά. Έφθασεν και ενταυτώ ο Γιωργάκης Δράκος με έν άλλο μικρόν σώμα Σουλιωτών. Έβαλαν το πύρ εις τας πόρτας του πύργου. Υποχρέωσαν τους εσώκλειστους τα μεσάνυχτα και παρεδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Εις αυτόν τον πύργον επέτυχεν να ήτον και ο αδελφός του αρχηγού Ταχήρ αγά Παπούλια. 

Εμήνυσαν με έναν Τούρκον εις τον αγάν ότι εάν παραδοθή, όχι μόνον τους αφήνουν ελέυθερους να φύγουν με τα άρματά τους, αλλά ήθελαν αφήσει ομοίως και τον αδελφόν του με τους υπό την οδηγίαν του Τούρκους όπου παραδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Ούτως ο αγάς έκλινεν και το ταχύ τους εσυντρόφευσα έως τον Καντζά. Απ’εκεί απέρασαν δια την Πρέβεζαν.

Ο Ζώης έτρεξεν να φθάση τον Πορφύριον δεσπότην, αλλά δε τον επρόφθασεν. Ο δεσπότης ως γραμματισμένος προνόησεν το γεγονός και ανεχώρησεν με ταχύτητα με όλον το χρυσάφι και εσώθη εις την Άρταν. Η αναχώρησίς του έγινε προτού εισέβουν οι Σουλιώται εις το χωρίον. Ρώτησαν τον Ζώην μετά ταύτα εάν ήθελεν πιάσει τον Πορφύριον τι θα τον έκαμεν. Αυτός απεκρίθη ούτως: «Το χρυσάφι έμελλεν να χρησιμέψη δια την πατρίδα. Τον δεσπότην ήθελα μεν τον κάμει Πατριάρχην, επειδή και ο Σουλτάνος θανάτωσεν τον Γρηγόριον». Αυτό μαθών ο Άρτης Πορφύριος επήρεν μετά ταύτα διαφορετικα μέτρα και ανεχώρησεν από τους Τούρκους και απέρασεν εις το Μεσολόγγιον.

Οι Σουλιώται αφού κυρίευσαν τα Λέλοβα και όλα τα χωρία, επήραν και τας αποθήκας, ως ανωτέρω είπαμεν. Προβλέφθησαν από ψωμί, αλλά ήταν στενά από πολεμοφόδια. Τα δε πολεμοφόδια τα προβλέπονταν με πολύν κίνδυνον. Έστελναν εις Ιωάννινα δια νυχτός. Μετά την κυρίευσιν του Λιολιόβου εξαπλώθησαν οι Σουλιώται έως τον Ίναχον ποταμόν, και εις όσα μέρη απερνούσε ο ποταμός (σημ. Λούρος) οι Σουλιώται έβαλον στρατιώτας και εφύλαττον τας θέσεις εις τον Άγιον Γεώργιον, εις το γεφύρι της Πάσαινας, εις την Φιλιπιάδαν και εις το Μαντζαούσι.

Ο Ζώης με τον Μάρκον Μπότσαρην, 60 Σουλιώτες και 300 από την Λάκκαν Λιολόβου έδωσαν μάχην με τους Τούρκους στην Στρεβίναν. Ο Μάρκος ανεχώρησεν και πήγε εις Μιλιγγούς στο στρατόπεδο των συμμάχων και παρευρισκόμενος εκεί ομού με τον Γεώργιον Δράκον τα δε στρατεύματα των Σουλιωτών εξαπλώθησαν τριγύρου του κράτους των και με τας αποκτήσεις έγινεν το κράτος τους πέντε ημερών περιφέρεια.

Εις τους Μελιγγούς ήταν, ως είπαμεν, ο Μάρκος Δράκος και οι αγάδες βαστούσαν την Μανωλιάσσα, θεριακίσι, το μικρόν φρούριον Βαριάδες. Εκεί είχον και νοσοκομείον δια τους πληγωμένους. Εις τον Άγιον Γεώργιον και εις την Βαθειάν, εις το Γεφύρι της Πάσαινας, ήτον ο Καπετάν Πήλιος Γούσης και Κίντζος Πανταζής. Εις την Φιλιππιάδαν ήτον ο Γέρο-Ζώης και Καπετάν Φώτος-Παναγιώτης. Αναχωρώντας του Φώτου-Παναγιώτη ήλθον μέρος των Τζαβελλαίων. Εις το Λευτεροχώρι ήτον ο Πάνος Διαμάντης και ένας Τούρκος, Σουλεϊμάν Μέτος ονόματι, ο πρώτος οπού ενώθη με τους Σουλιώτας και έγινεν σύμμαχος. Εις το Ματζαούσι ήτον ο Λάμπρος Βέικος, εις τον Καντζάν ήτον ο Νότης Μπότζαρης, Λάμπρος Κασμάς, Βασίλειος Ζέρβας και Φώτος Παναγιώτης. Τούτοι ήτον ούλοι».



Η επανάσταση, επομένως, του 1821 άρχισε στην περιοχή πολύ πριν τον Μάρτιο και μάλιστα οι Σουλιώτες και Παρασουλιώτες ήταν οι πρώτοι Έλληνες που ξεσηκώθηκαν.

Την Άνοιξη του 1821 οι Σουλιώτες πολιόρκησαν τα Λέλοβα, που υπερασπίζονταν ο Σουλεϊμάν πασάς. Σε βοήθειά του ο Χουρσίτ είχε στείλει τον πασά Άρτας, Χασάν Βεργή Βρυώνη, με 2.000 Τουρκαλβανούς. Ο Μάρκος Μπότσαρης τους πολιόρκησε για 12-13 ημέρες και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν μόνο με τον οπλισμό τους, αφήνοντας πολεμοφόδια και τρόφιμα. Τον Απρίλιο ο Μάρκος με τον Πούλιο Δράκο χτύπησαν 500 Τούρκους του Ισμαήλ πασά, στη θέση Μπογόρτσα, βόρεια του Νάσσιαρη (εφ. «Άσσος»).

«H μάχη διεξήχθη εντός του ομώνυμου οικισμού (Μπογόριτσα) την 18-4-1821, από την 10η πρωινή ώρα έως την 3η απογευματινή. Καθ’όλην την διάρκειά της έβρεχε καταρακτωδώς. Οι Τουρκαλβανοί εγκατέλειψαν το χωριό αφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες, ενώ οι Σουλιώτες είχαν 11 νεκρούς και 27 τραυματίες…» (Σπυράκος Θεόφιλος, ό.π.π. σελ. 249).

Στις 7-4-1821 ο Χασάν πασάς της Άρτας εισήλθε κατά λάθος με δύο μπέηδες εις την Λάκκαν, αλλά τόσο πολύ κυνηγήθηκε από τους Σουλιώτες ώστε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Άρτα για να μη συλληφθεί. Πολλοί στρατιώτες του έπεσαν αιχμάλωτοι στους νικητές, μαζί και δύο μπέηδες, ο ένας εκ των οποίων πληγωμένος έτυχε περίθαλψης από χειρουργό, που όρισαν οι Σουλιώτες. Πολλά λάφυρα, μουλάρια, ζωοτροφές και πολεμοφόδια πήραν οι Σουλιώτες. Η επιτυχία άνοιξε πάλι την Αρτινή και τη Γιαννιώτικη Λάκκα στην ελευθερία (Κ. Δ. Στεργιόπουλου: «Μνήμη Σουλίου», τ. Β΄, σελ. 156,1973).

Αυτές τις ημέρες (άνοιξη του 1821) Τούρκοι στρατιώτες αποκλείστηκαν μέσα στο χωριό Ντάρανη και πολιορκήθηκαν από τους Σουλιώτες. Τα παρακάτω αναφέρονται στο βιβλίο «Άπομνημονεύματα Σουλιώτου αγωνιστού του 1821 Σ. Τζίπη», (εκδ. Δωδώνη, επιμ. Άγγελου Παπακώστα, σελ. 58):



«Μάχη του Ντάρανη

Εις τους πρώτους πολέμους (της επανάστασης) οι Ρωμιοί δεν ήσαν όλοι σύμφωνοι. Άλλοι ήσαν με μας, άλλοι καθώς οι Λακκιώτες είχαν μείνει με τον Αλή Πασά. Όντας όμως ένοιωσαν ότι ο Τούρκος τους απατούσε, επειδή δεν τους έκανε ότι τους είχε υποσχεθή και τους έκανε μάλιστα να υποφέρουνε χίλια κακά, εβαρεθήκανε, εφύγανε απ’αυτόν, επροσκύνησαν και ήλθαν με μας. Οι Τούρκοι όταν τώμαθαν σκυλιά εγινήκανε και έστειλαν να χαλάσουν όλα τα χωριά που είχαν ενωθή με μας. Εις το Ντάρανη, χωριό της Λάκκας του Μπότσαρη, εβήκανε εκατό Τούρκοι της καβαλλαρίας, για να το χαλάσουν, οι κάτοικοι είχαν φύγει (είχαν ανέβει στο Σούλι). Ημείς αγκαλά είμαστε εξήντα άνδρες και όχι περισσότεροι ετρέξαμε άμα το εμάθαμε, επιάσαμε όλα τα πατήματα και τους εκλείσαμε μέσα, εις τρόπον οπού δεν μπορούσε κανείς να ξεμουτρήση. Είχαμε καπετάνιους τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Γιωργάκη Δράκο. Οι Τούρκοι αργά το κατάλαβαν, οπού δεν μπορούσαν να φύγουν και έμειναν μέσα κλεισμένοι, ήσυχοι, με το στανιό, προσμένοντας να τους πάγη βοήθεια απόξω. Τουφεκιές δεν έπεφταν, ούτε από τη μια μεριά, ούτε από την άλλη. Ήτο Μάιος μήνας. Εκοιμόμαστε χωρίς κάπες, ξέσκεποι. Τους εφυλάγαμε νύκτα-μέρα. Οι Τούρκοι έμειναν κλεισμένοι στο Ντάρανι δεκαπέντε μέρες και αυτοί ξέρουνε τι απεράσανε! Υποχρεωθήκανε να φάνε τα άλογά τους, οπού και αυτά από την πείναν ψοφούσαν. Όταν είδαν ότι δεν τους έμενε καμία ελπίδα να ελευθερωθούν εσυνθηκολογήσανε, επροσκύνησαν και τους αφήσαμε να βγούν ελεύθεροι με τα όπλα των. Όταν εμβήκαμε στο χωριό είδαμε την ελεεινότητά τους. Τι δεν θ’ απέρασαν! Τα χαλινάρια, οι σέλλες, όλα τα πήραμε, δικά μας έμειναν, γιατί υποχρεωθήκανε να τα αφήσουν εις τα χέρια μας, όταν κακήν κακώς αναχωρήσανε.


Είμαστε ακόμα μέσα στο χωριό, όταν μας έγραψαν από τα «Τσιερίτσαινα», να πάμε να πιάσουμε δέκα Τούρκους οπού είχαν βγή εις τους αγρούς να μαζώξουν τα δέκατα. Άλλο δεν γυρεύαμε και μείς. Επήγαμε, τους ευρήκαμε και τους επιάσαμε όλους…».

Ασφαλώς το αναφερόμενο χωριό Ντάρανη, είναι του Ντάρα Λάκκας Σουλίου και μακρύτερα. Εκ παραδρομής γράφτηκε ως Ντάρανη και Ντάρανι, ακόμη περισσότερο εφ’όσον ο Σ. Τζίπης αφηγούνταν τα περιστατικά και κατέγραφε ο Δούσμανης. Αλλά και σε άλλα χωριά την εποχή εκείνη το χωριό Ντάρα λέγονταν και Ντάρανη. Με την τελευταία ονομασία διασώζεται στο δημοτικό τραγούδι «Δεν φταίει η μαύρη Λάκκα», που χορεύεται στο καγκελάρι του χωριού Κουκλέσι (Χρ. Σκανδάλη: «Το Κουκλέσι», 1996, σελ. 119).

Τον Οκτώβρη του 1821 ένα μέρος των Σουλιωτών και Παρασουλιωτών πολιορκούσε την Άρτα και ένα άλλο είχε μείνει φρουρά στα απελευθερωμένα μέρη, Σούλι και «μέσα» και «έξω» Λάκκες, όπως ονομάζει ο Χρ. Περραιβός τη Μικρή και Μεγάλη Λάκκα Σουλίου αντίστοιχα («Πρεβεζάνικα Χρονικά», τχ.33, σελ.32).

Στις 17-1-1822, ημέρα Τρίτη, οι Τούρκοι σκότωσαν τον Αλή Πασά και ο Χουρσίτ έστειλε φιρμάνι να παραδοθούν οι Σουλιώτες. Αυτοί αρνήθηκαν και εκείνος έστειλε 15.000 στρατιώτες εναντίον τους.

Στις 14 Μαρτίου πέρασαν ξύλινες γέφυρες (λεσιές) στη Φιλιπιάδα, που φύλαγαν οι Νότης Μπότσαρης και Νικ. Τζαβέλλας με λίγους άνδρες. Μετά 12ωρη μάχη στον Άγ. Ιωάννη Ρωμιάς, οι Σουλιώτες υποχώρησαν, αλλά με το να καθυστερήσουν τους Τούρκους, έδωσαν την ευκαιρία στους Λακκιώτες να ανέβουν στο Σούλι όπως έκαναν πάντα. Πήραν τα υπάρχοντά τους, τα φόρτωσαν στα ζώα και στις γυναίκες τους και μαζί με τα κοπάδια τους κλείστηκαν στο Σούλι, 6.000 άνθρωποι και 30.000 γιδοπρόβατα. Τους δέχτηκαν οι Σουλιώτες με προθυμία, τους φιλοξένησαν, τους δώσανε πρωτεία. Με γράμμα τους, ζήτησαν στις 10 Μαίου τροφές και πολεμοφόδια από την Ελληνική Κυβέρνηση. Η διαμονή ανθρώπων και ζώων έγινε τόσο δυσχερής στο στενό και πετρώδη τόπο του Σουλίου, ώστε άρχισαν να αποδεκατίζονται από τις αρρώστιες και την πείνα.

Οι Τούρκοι εισέβαλλαν στη Λάκκα και κατέκαψαν τα χωριά , εκτός λίγων οικιών και εκκλησιών. Ίσως τότε έκαψαν τον Άγ. Αθανάσιο Ντάρας και τον ξανάχτισαν οι Νταρανίτες το 1850.

Στις 2 Ιουνίου έκαναν δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Σουλίου. Στις 31 Αυγούστου φυγαδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα και στις 2 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε συμφωνία και αναχώρησαν και οι άντρες («Αληθ. Σουλιώτες», ό.π.π., σελ. 467)

Οι Λακκιώτες πήραν αμνηστεία και επέστρεψαν εξαθλιωμένοι στα κατεστραμμένα χωριά τους. Πριν γυρίσουν, κατά το διάστημα που έλειπαν στο Σούλι, ο Σουλτάνος είχε εθνικοποιήσει τα χωριά, κάνοντάς τα Ιμλιάκια. Αγνόησε δηλαδή την κατάσταση που ήταν πριν γίνουν τσιφλίκια του Αλή. Τα ιμλιάκια ή καφέ γαίες νοικιάζονταν στους καλλιεργητές με τους ίδιους όρους, όπως οι ιδιωτικές γαίες, με τη διαφορά ότι εδώ ο Σουλτάνος έπαιρνε τη θέση του ιδιοκτήτη και εισέπραττε πέρα του 1/10 και τα 3/10 της συγκομιδής στη θέση του ενοικίου («Ιστορία της Πρέβεζας», Α΄Διεθνές Επιστ. Συνέδριο, Πρέβεζα 1993, σελ. 128).

Έτσι οι Νταρανίτες και οι άλλοι κοντοχωριανοί τους, βρήκαν νέο καθεστώς δουλείας στο χωριό όπως:

-Έπαψαν να ανήκουν στο ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας.

-Η γη περιήλθε ως προς την ψιλή κυριότητα στο Τουρκικό δημόσιο και μόνο η νομή και η επικαρπία στους κατοίκους.

-Αναγνωρίστηκε το παλαιό καθεστώς αμέσου φορολογίας του Αλή με μικρές παραλλαγές.

-Χαρακτηρίστηκαν σαν κτήματα του Τουρκικού δημοσίου, όλα τα ιδιοποιηθέντα από τον Αλή βοσκοτόπια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθ. Δ. Στράτη “Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Ιστορία”, 2008)