Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

«Ηπειρώτισσα Γυναίκα» Το θεατρικό έργο του Χρίστου Α. Τούμπουρου. Απίστευτοι-αληθινοί και σπαρταριστοί διάλογοι.

C:\πατερασ 10431\Pictures\Pictures\ΚΑΛΛΙΘΕΑ.png

(Για πρώτη φορά δημοσιεύουμε ολόκληρο Επεισόδιο)

Γράμμα από την Ξενιτιά

Εισαγωγή
Κι αφού «καλοπαντρεύτηκε» η κοπελιά,  χώθηκε μέσα στο σπίτι και πήρε την πρώτη εντολή από τον πεθερό: «Νύφη, όπως βρήκες και όχι όπως ήξερες». Άλλαξαν και το όνομά της. Όχι Ρίνα, αλλά Γιώργαινα από δω και πέρα.
Εκεί, λοιπόν, η Γιώργαινα,  με τον άντρα σχεδόν μόνιμα στην ξενιτιά  έπρεπε:
Να φροντίζει αγόγγυστα τα πεθερικά
Να μεγαλώνει, μόνη της, τα παιδιά της
Να αντιμετωπίζει το στενό, αλλά σκληρό κοινωνικό περιβάλλον
Να αποκρούει τις κακοήθεις  ορέξεις του καθενός
Και να απαντά στις τόσες στημένες «απορίες» της πεθεράς.  

Ταχυδρόμος: Ταχυδρόμος, ε, ταχυδρόμος. Γράμμα, Γιώργαινα, γράμμα απ’ τον Γιωργή. Καλώς τα δέχτ’κες.
Γιώργαινα: Ου, μωρ’ Βαγγέλ’ γράμμα; Μού ‘στειλ’ ο Γιώργης μ’ γράμμα; Τι κάν’; Πώς τα περνάει εκεί πού ‘ναι;
Ταχυδρόμος: Πού να ξέρω εγώ, Γιώργαινα. Δε διάβασα και το γράμμα. Θα τα γράφ’ εδώ.  Εγώ ξέρω ότι μ’ βγήκε η ψ’χή, μ’  κόπ’κε  η ανάσα να φτάσω εδώ.
Γιώργαινα: Κάτσε, κάτσε κυρ’ ταχυδρόμε.
Ταχυδρόμος: Άστο το ταχυδρόμε. Βαγγέλ’ να με λες.
Γιώργαινα: Κάτσε κάτσε κυρ’ Βαγγέλ’. Κάτσε να…
Ταχυδρόμος: Είπαμε Βαγγέλ’ να με λες.
Γιώργαινα: Κάτσε, κάτσε Βαγγέλ’ να σε φιλέψω κάτ’.
Ταχυδρόμος: Τι να με φιλέψεις. Μεσημέριασε. Εγώ να σε βλέπω θέλω. Μ’ φτάν’.
Γιώργαινα: Θέλ’ς ένα τσιπουράκ’; Είναι καλό. Από σταφύλια απ’ το προικιάτ’κο τ’ αμπέλ’.
Ταχυδρόμος: Τι, να θέλω. Νεράιδα είσαι. Να σε βλέπω θέλω.
Γιώργαινα: Έχω και κάτ’ ελιούλες.
Ταχυδρόμος: Εκείνο το τυρί, που μου είχες δώσ’ στο προηγούμενο γράμμα, τέλειωσε;
Γιώργαινα: Εδώ και δυο μήνες; Τέλειωσε κυρ ταχυδρόμε, τέλειωσε.
Ταχυδρόμος: Είπαμαν  Βαγγέλ’.
Γιώργαινα:     Καλά, θα δω τι έχω.
Ταχυδρόμος:   Βάλε τίποτε κριάς άμα έχ’ς, να στανιάρω λιγάκ’.
Γιώργαινα: Καλά, περίμενε λίγο.
Ταχυδρόμος: Για σένα περιμένω όσο θέλ’ς.


Ταχυδρόμος (Μονολογώντας): Πω, πω καπούλια ποχ’ η Γιώργαινα. Είν’ όμως ντιπ κατά ντιπ αγρίμ’. Μπα, δύσκολα τα πράγματα. Δε βλέπω να γίνεται τίποτις.

Γιώργαινα: (Ερχόμενη με το τσίπουρο). Πούναι Βαγγέλ’ το γράμμα;
Ταχυδρόμος: Εγώ θα σ’ δώσω το γράμμα, εσύ τι θα μ’ δώκ’ς;
Γιώργαινα: Τι θα σ’ δ’ώσω; Σού ‘φερα απ’ όλα. Τσίπουρο, μεζέδες…
Ταχυδρόμος: Άλλο θέλω εγώ. Άλλο…
Γιώργαινα: Άστα αυτά κυρ’ ταχυδρόμε. Το άλλο είναι δεμένο με στεφάν’.
Ταχυδρόμος: Το στεφάν’ δεν τα θ’μιέται όλα.
Γιώργαινα: Α, πα, πα.  Τι είμαι εγώ…
Ταχυδρόμος: Μια όμορφ’ γυναίκα. Κυπαρίσσ’.
Γιώργαινα: Είμαι παντρεμέν’. Έχω παιδιά μεγάλα. Είναι στο σχολειό.
Ταχυδρόμος: Το σχολειό αργεί να απολύσ’.  Εδώ έχουμε να κάνουμε τ’ δ’λει’ά μας.
Γιώργαινα: Ποια δ’λειά, ποια δ’λει’ά κυρ ταχυδρόμε;
Ταχυδρόμος: Να γουσταριστούμε.
Γιώργαινα: Α, πα, πα, πα. Τι είν’ αυτά που λες;
Ταχυδρόμος: Λέω ό,τι μ’ λέει η ψυχή μ’.
Γιώργαινα: Κι ο άλλος έχ’ ψυχή που τον τρώει η ξενιτιά.
Ταχυδρόμος: Ασε τ’ν ξενιτιά. Που τη θυμήθ’κες τώρα.
Γιώργαινα: Να κάτσεις στ’ αβγά σ’.
Ταχυδρόμος: Εγώ κάθουμαι. Κάτ’ άλλα πράματα δεν κάθουνται.
Γιώργαινα: Ντροπή σ’. Θάρθ’ η πεθερά μ’.
Ταχυδρόμος: Εδώ είν’ η μουρλέγκω;
Γιώργαινα: Εδώ, εδώ, πήγε δίπλα στ’ν γειτόν’σα τη Βασίλω.
Ταχυδρόμος: Ω, έχω και γι’ αυτήν γράμμα.
Γιώργαινα: Να πας, να μην περιμέν’.
Ταχυδρόμος: Μπα, εγώ εδώ θέλω.
Γιώργαινα:  Τράβα, τράβα, έχ’ μαγειρ΄ψ’ και τον κόκορα.
Ταχυδρόμος: Κόκορα είπες. Εμ, τότε αλλάζ’ το πράγμα.

Όταν φύγει
Γιώργαινα: Αει στο καλό, ξεμωραμένε, ε ξεμωραμένε. Αν το μάθ’ ο Γιωργής θα σε δέρν’ μια βδομάδα. Χαμένε, ε, χαμένε.

Φεύγει ο ταχυδρόμος,  έρχεται η πεθερά.

Πεθερά:  Δεν μ’ λες νύφ’, τι πολύ έκατσε ο ταχυδρόμος; Θρονιάστ’κε στο σπίτ’ τ’ παιδιού μ’;  
Νύφη: Τι να ‘κανα μάνα; Τον φίλεψα ένα τσίπουρο. Έτσι να τον έδιωχνα;
Πεθερά:  Έτσ’ κι αλλιώς. Δεν έχ’ς καμιά δουλειά εσύ να φ’λεύ’εις τον πάσα έναν.
Νύφη: Τι, να τον έδιωχνα; Γράμμα μού ‘φερε από τον άντρα μ’.
Πεθερά: Απ’ το παιδί μ’, που τόφαγε η ξενιτιά,  θέλ’ς να πεις.
Νύφη: Απ’ αυτόν μάνα. Απ’ αυτόν, όπως τόπες.
Πεθερά: Άκου να σ’ πω. Ποιος είν’  ο αυτός; Είν’ ο  άντρας που τον έφαγε η ξενιτιά, να σας παρέχ’ τα πάντα, να θρέφ’ς εσύ κωλομέρια και να σπιτ’κώ’ν’ς (σπιτικώνεις) τον πάσα έναν.
Νύφη: Μάνα τι είν’ αυτά που λές;
Πεθερά: Τι να πω. Άμα δεν ήταν το παιδί μ’ θάχατε λιμάξ’ απ’ τ’ν πείνα. Τι με το προικιό σ’ θα ζούσατε. Ούτε ένα τσιουρέπ’ δεν πήρες.
Νύφη: Καλά μάνα. Άμα ξανάρθ’ θα σε φωνάξω να πάρ’ς εσύ το γράμμα.
Πεθερά: Αμ, τι. Κωροφύλακας θα γίνω.  Από κει που να μας βαρέσουν νταϊρέδες και να γιλάει όλο το χωριό με μας, θα γίνω και κωροφύλακας.
…………………………………………………………
Πεθερά:  Καλά, βλέπω χτενίζεσαι και στολίζεσαι; Γιορτή έχουμε; Απόλ’σε η εκκλησία. Πού θα πας; Σαν πού στο ‘χουν στρωμένο;
Νύφη: Ποια εκκλησιά μάνα; Στο μαγαζί θα πάω να βρω τον παπά.
Πεθερά: Τι τον θελ’ς τον παπά. Προχτές ρίξαμε τρισάγιο για τα πεθαμένα.
Νύφη: Να μού διαβάσ’ το γράμμα μάνα.
Πεθερά: Και δεν περιμέν’ς να απολύσ’ τα παιδιά στο σχολείο ο δάσκαλος;
Νύφη: Ου, μέχρι τ’ απόγευμα, δεν μπορώ να καρτερώ. Θέλω να μάθω τι μ’ γράφ’ ο άντρας μ’.
Πεθερά: Ο άντρας σ’. Το παιδί μ’ θέλ’ς να πεις. Το παιδί μ’.
Νύφη: Τι να κάνω μάνα. Να πάω. Να πάμε μαζί;
Πεθερά: Όχι, όχι, πήγαινε μόνη σου. Η μάνα είναι να είναι εδώ μέσα να την τρων’ οι πίκρες. Έχω νύφ’ ντύθ’κε και στολίστ’κε…
Νύφη: Μάνα, τι να κάνω. Να πάω στο μαγαζί ξεμαλλιασμέν’ να με συζητάν;
Πεθερά: Ακούς θα πας ξεμελλιασμέν’. Να γιλάει ο κόσμος εις βάρος μ’; Δεν θα μ’ το λερώσει εμένα κανένας το πρόσωπο. Έχω καθαρό το κούτελο. Τ’ ακούς, καθαρό. Η γυναίκα τ’ Γιωργή πρέπ’ να φεγγοβολάει. Ακούς ξεμαλλιασμέν’ στο καφενείο; Ντροπής πράγματα.  
Νύφη: Ό,τι πεις μάνα, ό,τι πεις.
Πεθερά:   Κάνε ό,τι θέλ’ς. Μήπως ακούς και κανέναν;
Νύφη: Θα πάρω και 100 δράμια καφέ, μην έρθ’ κανένας.
Πεθερά: Καλά πόσο καφέ ήπιε χτες ο πατέρα σ’. Μια τέντζερ’ καφέ τούφκιαξες; Μέθ’σε απ’ τον καφέ ο άνθρωπος.

ΧΤΥΠΑΕΙ Η ΠΟΡΤΑ

Νύφη:  Ποιος να είναι;
Πεθερά: Ο ταχυδρόμος, ποιος άλλος; Θα ξέχασε να σ’ πει τίποτε άλλο.
(Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο παπάς.)
Παπάς: Ο θεός βοηθός. Καλημέρα σας. Ήρθα να δω γιατί απουσιάσατε από την εκκλησία την Κυριακή.
Πεθερά: Καλημέρα παπά. Καλώς ήλθες στο σπίτι μας.
(Απευθυνόμενη στη νύφη)
-Τι κοιτάς, τι περιμέν’ς, φέρε ένα τσίπουρο, κέρνα τον παπά.
Παπάς: Την ευχή μου να έχετε.  Την μπουκάλα τέκνον μου, την μπουκάλα.
Πεθερά: Παπά, εγώ θα πάω δίπλα στην γειτόνισσα. Κοίτα να διαβάσεις καλά το γράμμα που ήρθε  στη Γιώργαινα. Δεν θα της τα πεις όλα. Εμένα θα τα πεις. Θα περιμένω δίπλα στην Βασίλου.
Παπάς: Ναι, τέκνον μου. Σύμφωνα με το θέλημα του θεού θα κάνω.  Την μπουκάλα με το τσίπουρο να την φέρεις στην εκκλησία μαζί με το ύψωμα για να κάνουμε τη Λειτουργία.
Φεύγει η πεθερά - Έρχεται η Γιώργαινα.
Γιώργαινα: Ε, παπά. Μπορώ να σ’ πω κάτ’;
Παπάς: Γιώργαινα, τι κάν’ς Γιώργαινα;  Τι χαμπέρια απ’ τον Γιώργο;
Γιώργαινα: Να, μού ήρθε γράμμα. Θέλω να μ’ το διαβάσεις, να μάθω κι εγώ τα χαμπέρια.
Παπάς: Να στο διαβάσω. Γιατί να μην στο διαβάσω. Τόφερες το τσίπουρο;
Γιώργαινα: Διάβασε το γράμμα παπά και δυο θα σε κεράσω εγώ.
Παπάς: Να είσαι ευλογημένη, τέκνον μου.
Γιώργαινα: Να μάθω παπά τα νέα.
Παπάς:  Θα τα μάθ’ς τέκνον μου, θα τα μάθ’ς.
Γιώργαινα: Άντε παπά. Έχω και δ’λειές στο σπίτ’.
Παπάς: Ναι, με περιμέν’ η πεθερά, δίπλα.
Γιώργαινα:  Καλά παπά. Τώρα θα τόχεις τελειώσ’ .
Παπάς: Tο τσίπουρο; Ου, από ώρα.
Γιώργαινα: Το διάβασμα, παπά, το διάβασμα.
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
Χμ, μπράβο Γιώργο. Α, μπα…
Γιώργαινα: Τι λέει παπά; Τι λέει;
Παπάς: Λέει… διάφορα πράγματα.
Γιώργαινα: Μακάρ’ Παναϊα μ’. Μακάρ’ να ‘ναι καλά.


Ο παπάς σηκώνεται μονολογώντας: Α, Μπα, εκείνος ο καφετζής δυο ώρες κάν’ να φέρ’ ένα τσίπουρο.
Γιώργαινα μονολογώντας: Πάω να σ’ φέρω κι άλλο παπά. Θ φέρω την μπουκάλα. (Που να σ’ φέρω τον Χάροντα… )
Ο παπάς επιστρέφοντας
Παπάς: Λοιπόν, Γιώργαινα ο Γιώργος γράφει στο γράμμα ότι δεν θάρθ’ τα πανηγύρια. Έχ’ πολλές δουλειές. Να πουλήσεις το μοσχάρ’, γιατί δεν μάζεψε λεφτά να σ’ στείλ’.
Γιώργαινα: Αυτά λέει παπά μ’.
Παπάς: Αυτά, Γιώργαινα, αυτά.
Γιώργαινα: Φχαριστώ παπά. Φχαριστώ πολύ.
Παπάς: Στην υγειά σου τέκνον μου. Στην υγειά σου.
Ο παπάς φεύγει και η γυναίκα  μονολογεί:
Αχ, τόσους μήνες στην ξενιτιά. Ποιο μόσκ’ εγώ να π’λήσω; Θα τα κομπεδιάσ’ τα λεφτά η πεθερά κι εγώ δεν θα ξέρω τι να κάνω. Πώς θα ποδέσω και θα ντύσω τα παιδιά; Ζάρκα θα βγουν στο δρόμο. Θα γελάει όλος ο κόσμος.  Αχ, ωρέ Γιωργή, θα σε φάει και σένα και μας η ξενιτιά.  

Έτσι και μού ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα και να αρχίσω το μοιρολόι.

romiazirou.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: