Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Η συγκλονιστική ιστορία της Σάννας (Άννας) Τσίπα, από το Χλωμό Πωγωνίου, πού ἀντανακλᾶ τά βάσανα καί τόν πόνο πού βίωσε ὁ ἑλληνισμός τῆς Βορείου Ἠπείρου, κατά τή διάρκεια τῆς σκοτεινῆς δικτατορίας τοῦ Χότζα.

Σέ μία συγκλονιστική ἱστορία θά ἀναφερθοῦμε στό παρόν ἄρθρο μας, πού ἀναφέρεται σέ μία βορειοηπειρώτισσα γυναίκα πού εἶχε τό θλιβερό προνόμιο νά εἶναι ἀπό τίς λίγες- ἐλάχιστες γυναῖκες, πού καταδικάστηκαν ἀπό τά σταλινικά δικαστήρια τοῦ Χότζα ὄχι ἁπλά σέ ἐξορία ὅπως συνέβη σέ πολλές ἄλλες, ἀλλά σέ ἐγκλεισμό σέ φυλακές ὑψίστης ἀσφάλειας καί συγκεκριμένα στό τρομερό Σπάτς στή Βόρειο Ἀλβανία. Τήν ἱστορία μᾶς διέσωσε καί μετέφερε ὁ ἐπ’ ἀδελφή ἐγγονός της, Δημήτριος Παναγιώτου ἀπό τό Χλωμό Πωγωνίου, τόν ὁποῖο καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιατί μᾶς διέσωσε μία τραγική ὅσο καί ἄγνωστη ψηφίδα ἀπό τή ζοφερή ἐκείνη ἐποχή, πού εἶναι ὡστόσο χαρακτηριστική καί ἐνδεικτική τῶν ὅσων ὑπέφερε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Βορείου Ἠπείρου κάτω ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς τοῦ Χότζα.

Ἡ Σάννα Τσίπα (Ἄννα Δημουλά, τό πατρικό της) γεννήθηκε στό Χλωμό Πωγωνίου τῆς ἐπαρχίας Ἀργυροκάστρου τό 1902. Παντρεύεται τό 1928 καί τό 1930 γεννιέται ὁ γιός της Ἀλέξης Τσίπας. Ἡ πρώτη συμφορά τήν χτυπάει τόν ἴδιο χρόνο, ὅταν ὁ σύζυγός της πού ὑπηρετοῦσε ὡς φαντάρος στόν ἀλβανικό στρατό, πνίγεται στό ψάρεμα, ἀφήνοντας χήρα τή σύζυγο καί ὀρφανό τό παιδί του πού οὐσιαστικά δέν πρόλαβε νά γνωρίσει. Ἡ γυναίκα του Ἄννα (Σάννα τό χαϊδευτικό της) δέν ξαναπαντρεύεται καί μεγαλώνει μέ χίλια βάσανα τό μοναχοπαίδι της μέσα στίς στερήσεις καί τίς δυσκολίες τῆς ἐποχῆς μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν της. Τό παιδί της μεγαλώνει, βιώνουν μαζί τόν πόλεμο τοῦ 1940, τήν ὀλιγόμηνη ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό

 καί τά βάσανα τῆς ἰταλογερμανικῆς κατοχῆς πού καταλήγει στήν κατάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπό τίς ἀντάρτικες ὁμάδες τοῦ Χότζα. Νεαρό παλληκαράκι, ὁ Ἀλέξης Τσίπας, διαβλέποντας τίς δυσκολίες πού ἔρχονται καί ποθώντας τήν λευτεριά, δέν ἀντέχει τήν καταπίεση καί πρίν κλείσουν ἐντελῶς τά σύνορα δραπετεύει γιά τήν Ἑλλάδα, τό 1946 ἀφήνοντας πιά ἐντελῶς μόνη τή μητέρα του. Δέν τήν ξεχνᾶ ὅμως καί προσπαθεῖ συνεχῶς νά ἔλθει σέ ἐπαφή μαζί της, χωρίς νά τό κατορθώσει ὅμως καθώς ὁ ἐμφύλιος πόλεμος εἶναι σέ ἐξέλιξη. Πιάνει δουλειά στά Ἄνω Ραβένα Ἰωαννίνων (γιά νά εἶναι κοντά στό χωριό του) ὡς βοηθός τσαγκάρη καί νυμφεύεται μία κοπέλα ἀπό τούς Σχωριάδες Πωγωνίου, τήν κόρη τοῦ Ἀντώνη Καλύβα, χωρίς νά ἀποκτήσουν παιδιά. Σχεδιάζει νά φύγει γιά τήν Ἀμερική καθώς ἡ ἐξεύρεση μόνιμης  ἐργασίας εἶναι πολύ δύσκολη ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἀφήσει τή μητέρα του.






Τό 1950 μετά τήν ἥττα τῶν ἀνταρτῶν ἀποφασίζει νά στείλει μήνυμα μέ ἕνα συγχωριανό τους, ἐπίσης φυγά πού θά ἔμπαινε κρυφά ἀπό τά σύνορα, γιά νά τῆς πεῖ νά ἑτοιμαστεῖ γιά νά δραπετεύσει κι αὐτή μέ τήν πρώτη εὐκαιρία. Ὁ γνωστός του πηγαίνει ὄντως στό χωριό, βρίσκει τό σπίτι, ἀνεβαίνει τή σκάλα καί τῆς κτυπάει τό παράθυρο. Ὡστόσο γιά κακή τους τύχη ἐκείνη τήν ὥρα ἐπέστρεφε ἀπό τή συγκέντρωση τῆς κομματικῆς ὀργάνωσης, ὁ γείτονάς της, φανατικός κομμουνιστής. Χωρίς νά τόν ἀναγνωρίζει καθώς ἦταν μισοσκόταδο, τόν ὑποψιάζεται καί τοῦ ἐπιτίθεται. Ἀκολουθεῖ συμπλοκή κατά τήν ὁποία ὁ γνωστός τῆς Ἄννας τραυματίζει καί ρίχνει κάτω τόν γείτονα καί κατορθώνει νά ξεφύγει μολονότι ξέσπασε συναγερμός στό χωριό καί σέ λίγες ὧρες ἡ περιοχή ὡς τά σύνορα γέμισε μέ στρατό καί ἀστυνομία. Δέν προλαβαίνει ὡστόσο νά παραδώσει τό μήνυμα στήν Ἄννα πού δέν εἶχε ἰδέα γιά τόν σκοπό τῆς ἐπίσκεψης. Ὁδηγεῖται στήν ἀσφάλεια τοῦ Ἀργυροκάστρου ὅπου παρά τήν πίεση καί τίς ἀνακρίσεις δηλώνει ὅτι δέν γνωρίζει οὔτε τόν ἄνθρωπο πού τήν ἐπισκέφτηκε καθώς δέν πρόλαβε νά τόν δεῖ, ἀλλά οὔτε καί τό σκοπό τῆς ἐπίσκεψής του. Οἱ ἀνακριτές τήν ἀφήνουν νά ἐπιστρέψει στό χωριό ἀλλά πιά βρίσκεται στό στόχαστρο τῶν ἀρχῶν. Ὁ κλοιός γύρω της εἶναι ἀσφυκτικός καί οἱ χαφιέδες τοῦ καθεστῶτος, Ἀλβανοί καί Ἕλληνες παρακολουθοῦν κάθε της βῆμα καί κίνηση. Περνοῦνε ἔτσι 2 χρόνια καί ἡ Σάννα τό 1952 ἀποφασίζει νά δραπετεύσει μόνη της, μήν ἀντέχοντας ἄλλο τήν κατάσταση καθώς γιά τό καθεστώς εἶναι μητέρα φυγά (ἄρα ἐν δυνάμει ἐχθρός) ἀλλά καί τήν ἀπουσία τοῦ ἀγαπημένου της καί μονάκριβου γιοῦ. Παραπλανᾶ τή μητέρα της λέγοντάς της πώς θά πάει στό Ἀργυροκάστρο καί τῆς ζητά νά τῆς φυλάει τό σπίτι. Αὐτή ἐκμεταλλευόμενη τό πρωινό σκοτάδι φεύγει γιά τά σύνορα. Περνάει τήν κορυφή πάνω ἀπό τό Χλωμό καί κατευθύνεται πρός τούς Δρυμάδες. Μέ τή βοήθεια καί τῆς ὁμίχλης περνάει τά σύνορα (δέν εἶχαν μπεῖ ἀκόμη τά ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα) ἀλλά τότε κάνει τό μοιραῖο λάθος. Ἀπό μία κοντινή στάνη τή μυρίζονται σκυλιά πού τῆς ὁρμοῦνε. Αὐτή ἀκούγοντας τούς τσοπαναραίους νά μιλοῦν ἑλληνικά φωνάζει γιά νά μαζέψουν τά σκυλιά. Ὡστόσο αὐτοί, φανατικοί κομμουνιστές καταλαβαίνουν ὅτι προσπαθεῖ νά δραπετεύσει καί πυροβολοῦν στόν ἀέρα γιά νά τήν ἐκφοβίσουν. Ἀπό τό φόβο της κοκαλώνει στό σημεῖο πού βρίσκεται μέ ἀποτέλεσμα νά τή συλλάβουν ὕστερα ἀπό λίγη ὥρα οἱ Ἀλβανοί στρατιῶτες πού ἔσπευσαν μόλις ἄκουσαν τούς πυροβολισμούς.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ξεκινάει ἡ ὀδύσσειά της. Σιδηροδέσμια τή σέρνουν στό Ἀργυροκάστρο ὅπου ὑφίσταται σκληρότατες ἀνακρίσεις καί βασανιστήρια, στόν φοβερό καί φρικτό Καλιά τοῦ Ἀργυροκάστρου ὅπου ἑκατοντάδες Βορειοηπειρῶτες μαρτύρησαν ἀπό τά νύχια τῶν αἰμοδιψῶν ἀνθρωπόμορφων τεράτων τῆς Σιγκουρίμι. Κατά παράβαση κάθε ἔννοιας δικαίου, μένει προφυλακισμένη γιά 3 χρόνια, ὡς τό Μάρτιο τοῦ 1955, γιά νά ἀποκαλύψει πιθανούς συνεργούς της ἀλλά καί τήν «προδοτική ὀργάνωση» τῆς ὁποίας ἦταν μέλος ὅπως ὑποστήριζαν οἱ ἀνακριτές. Ὅταν τελικά γίνεται ἡ δίκη ἡ ποινή εἶναι ἐξοντωτική. 12 χρόνια φυλάκιση στό κολαστήριό τοῦ Σπάτς στή Βόρεια Ἀλβανία, στέρηση τῶν πολιτικῶν τῆς δικαιωμάτων, δήμευση ὅλης τῆς κινητῆς καί ἀκίνητης περιουσίας της ἀλλά καί ἐπιπλέον 3 χρόνια φυλάκιση γιά λίγα χρυσά νομίσματα πού βρέθηκε νά ἔχει πάνω της κατά τή σύλληψή της. Στό Σπάτς παραμένει ὡς τό 1957 γιά 2 χρόνια καί κληρονομεῖ ἀπό κεῖ ἀναπνευστικά προβλήματα πού τήν ταλαιπωροῦν σέ ὅλη της τή ζωή! Τή μεταφέρουν ἀπό κεῖ ἐπειδή ἦταν μόνη καί μέ προβλήματα ὑγείας ἔπειτα ἀπό αἴτηση τῆς ἀδελφῆς της Κυριακῆς πού εἶχε μείνει καί ἐκείνη χήρα. Στή διάρκεια τῶν 2 ἐτῶν ἔχει 1-2 ἐπισκέψεις μόνο, ἀπό συγγενεῖς της, πού τή συναντοῦνε γιά 30 λεπτά τό πολύ, σέ μία αἴθουσα μέ κιγκλίδωμα στή μέση, χωρίς νά ἔρχονται σέ ἐπαφή καί μέ τήν παρουσία ἀστυνόμου πού τούς ἀπαγορεύει νά μιλᾶνε ἑλληνικά. Γιά τήν ὀλιγόλεπτη αὐτή συνάντηση οἱ συγγενεῖς τόσο τῆς Ἄννας ὅσο καί τῶν ἄλλων φυλακισμένων ἔκαναν πολύωρο ταξίδι πού στήν περίπτωση τῆς Ἄννας πού καταγόταν ἀπό τό Πωγώνι, μπορεῖ νά ἔφτανε ἀκόμη καί τίς 30 ὧρες μέ ὅτι μέσο ἦταν διαθέσιμο, ζῶα, λεωφορεῖα, φορτηγά, τρένα κ.α. Μία φρικτή «λεπτομέρεια» ἀπό τή ζωή ἐκεῖ, ἦταν καί τό γεγονός ὅτι ἄν κάποιος φυλακισμένος πέθαινε κατά τήν διάρκεια τῆς ποινῆς του, ἡ σορός του δέν παραδιδόταν στούς συγγενεῖς του παρά μόνον ἀφοῦ ὁλοκληρωνόταν τό διάστημα τῆς ποινῆς πού τοῦ εἶχε ἐπιβληθεῖ, συχνά μετά ἀπό 3 ,4, ἤ καί 5 χρόνια! Τό καθεστώς δηλαδή σέ βασάνιζε καί μετά θάνατον.
Τό 1957 ἐξορίζεται στήν Κάμζα τῶν Τιράνων, σέ μία φάρμα μέ καλαμπόκια ὅπου παραμένει ἐργαζόμενη σκληρά ὡς τό 1969-1970 ὥσπου ὁλοκλήρωσε κανονικά τήν ποινή τῆς φυλάκισής της. Ἀφήνεται ἐλεύθερη χωρίς ὅμως νά τῆς ἐπιτρέπεται ἡ ἐπιστροφή στό χωριό της. Διαμένει στό Ἀργυροκάστρο καί ἐργάζεται σέ ἐργοστάσιο καπνοῦ, μέ τήν ὑποχρέωση νά παρουσιάζεται κάθε ἑβδομάδα στό ἀστυνομικό τμῆμα. Τό 1973 ἐπιστρέφει τελικά στό χωριό της ὅπου συναντᾶ μία νέα πραγματικότητα καθώς εἶναι ξένη στήν ἴδια της τήν πατρίδα. Οἱ περισσότεροι συγγενεῖς ἔχουν πεθάνει ἐνῶ τό πατρικό της σπίτι δέν εἶναι πιά δικό της. Νοικιάζει ἕνα μικρό σπιτάκι καί παλεύει νά ἐπιβιώσει μέσα στήν μοναξιά καί τήν ἐξαθλίωση παλεύοντας μέ τά πολλά προβλήματα ὑγείας πού τῆς ἄφησαν οἱ ἀλβανικές φυλακές. Ὡστόσο παρά τήν ἡλικία της ἕνας πόθος καί καϋμός τήν κρατᾶ ζωντανή. Νά ξαναδεῖ τόν γιό της πρίν πεθάνει. 
Ὁ γιός τῆς Ἀλέξης πληροφορήθηκε τήν τύχη τῆς μητέρας του ἀπό τήν Ἀμερική ὅπου εἶχε μεταναστεύσει. Προσπάθησε νά μάθει νέα της ἀλλά ἦταν ἀδύνατο κατά τή διάρκεια τοῦ ψυχροῦ πολέμου, ἐνῶ καί κάποιες προσπάθειες πού ἔκανε γιά νά ἐξασφαλίσει ἄδεια ἐπίσκεψης στήν Ἀλβανία μετά τό 1985 καί τό θάνατο τοῦ Χότζα, προσέκρουαν στό γεγονός ὅτι ἦταν φυγάς, ἄρα ὑπόδικος καί πιθανή εἴσοδός του στή χώρα, θά ὁδηγοῦσε στήν ἄμεση σύλληψή του. Ὡστόσο τό 1990 μέ τή σταδιακή κατάρρευση τοῦ καθεστῶτος, ἐγκρίνονται ὁρισμένες αἰτήσεις γιά ἐπίσκεψη καί ἀνάμεσα σέ αὐτές καί τοῦ Ἀλέξη Τσίπα. Γίνονται οἱ συνεννοήσεις μέ τό μοναδικό τηλέφωνο τῆς κοινότητας τοῦ χωριοῦ, καί ὁ ἀνηψιός του Δημήτρης Παναγιώτου τόν ὑποδέχεται τόν Μάιο τοῦ 1990 στήν Κακαβιά γιά νά τόν ὁδηγήσει στό χωριό. Τότε διαδραματίζεται ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος τῆς Σάννας. Μόλις τήν εἰδοποιοῦν ὅτι ἦλθε ὁ γιός της στό χωριό (καθώς ἦταν ἀπίστευτο καί ἀδιανόητο αὐτό πού συνέβαινε) ὁ ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐξασθενημένος σωματικά καί ψυχολογικά ὀργανισμός της (ἦταν ἤδη 88 ἐτῶν) δέν ἀντέχει καί παθαίνει ἐγκεφαλικό. Ὁ γιός της τή βλέπει μπαίνοντας στό δωμάτιο  μισοξαπλωμένη στό κρεβάτι καί ὁρμάει στήν ἀγκαλιά της φωνάζοντας ΜΑΝΑ! Ἡ μητέρα του προλαβαίνει νά τοῦ πεῖ μόνο: «Ἦλθες παιδί μου…» καί ἀμέσως πέφτει σέ κῶμα! Δέν εἶναι δυνατόν νά τῆς προσφέρουν κάποια βοήθεια καί τήν αὐριανή ἡμέρα κατά τή διάρκεια ἑνός λιτοῦ γεύματος τῶν συγγενῶν πρός τιμήν τοῦ Ἀλέξη πού ἦλθε ἀπό τίς ΗΠΑ, ἡ πολυβασανισμένη Σάννα σβήνει στήν ἀγκαλιά τοῦ γιοῦ της πού τόσο ποθοῦσε νά δεῖ σέ ὅλη της τή ζωή. Ὁ γιός της Ἀλέξης ἀφοῦ ἔκανε τήν ταφή καί τό τριήμερο μνημόσυνο τῆς μητέρας του, ἐπιστρέφει στήν Ἀμερική μέ τήν προοπτική νά ἐπιστρέψει ἀργότερα στό χωριό του. Ὡστόσο οἱ ὑποχρεώσεις ἀλλά καί ἡ ἐπιβάρυνση τῆς ὑγείας του δέν τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἔλθει ξανά καί πεθαίνει στίς ΗΠΑ τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1991 σέ ἡλικία 61 ἐτῶν.

Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Σάννας Τσίπα, μία ἱστορία πού ἀντανακλᾶ τά βάσανα καί τόν πόνο πού βίωσε ὁ ἑλληνισμός τῆς Βορείου Ἠπείρου κατά τή διάρκεια τῆς σκοτεινῆς δικτατορίας τοῦ Χότζα. Ἡ Σάννα πού εἶχε τό θλιβερό προνόμιο νά εἶναι ἀπό τίς λίγες γυναῖκες πού πέρασαν τίς πύλες τοῦ στρατοπέδου τοῦ Σπάτς μᾶς δίνει ἕνα μοναδικό παράδειγμα φιλοπατρίας καί μητρικῆς ἀγάπης πού ὑπέφερε τά πάνδεινα χωρίς νά προδώσει τόν γιό της. Εἶναι πεποίθησή μας ὅτι οἱ ψυχές ὅλων τῶν μαρτύρων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας πού ἄφησαν τά νιάτα τους καί τά κόκκαλά τους στίς πιό σκληρές φυλακές πού μπορεῖ νά βάλει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, θά βροῦν δικαίωση στό θρόνο τοῦ θεοῦ καί οἱ ὁλοθερμές προσευχές τους θά φέρουν τήν τελική δικαίωση στήν πολύπαθη, τή μαρτυρική τήν Ἐσταυρωμένη γῆ τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Οἱ ψυχές ὅλων αὐτῶν τῶν μαρτύρων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας πού ἄφησαν τά νιάτα τους καί τά κόκκαλά τους στίς πιό σκληρές φυλακές πού μπορεῖ νά βάλει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, θά βροῦν δικαίωση στό θρόνο τοῦ θεοῦ καί οἱ ὁλόθερμες προσευχές τους θά φέρουν τήν τελική δικαίωση στήν πολύπαθη, τή μαρτυρική τήν Ἐσταυρωμένη γῆ τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: