Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Για τα πανηγύρια ... αλλοτινών εποχών.

Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη, Μωρή κοντούλα λεμονιά, Γενοβέφα, Δελήπαππας, Να 'σαν τα νιάτα δυο φορές, Σελήμπεης, Το παπάκι, Μαραίνομ' ο καημένος, Σαν πήρα έναν κατήφορο, Κόφ' την Ελένη την ελιά, Μαύρα μά. καλέ κοντούλα, μαύρα μάτια στο ποτήρι. και πολλά άλλα, ηπειρώτικα και μη...

Πέρασε κι ο φετινός Δεκαπενταύγουστος, τα πανηγύρια συνεχίζουν να γίνονται, αλλά τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Ο κόσμος εξακολουθεί να τα προτιμάει, χωρίς «χαρτούρα» τώρα πια και με όργανα στο πάλκο που σπάνια θυμίζουν τους παλιούς, παραδοσιακούς οργανοπαίχτες και κλαριτζήδες, αλλά τα δημοτικά τραγούδια πάντα έχουν τον πρώτο λόγο και αλλού. εκτελούνται, αλλού παίζονται εξαιρετικά και αλλού... κάπως πιο σύγχρονα.


Οι καλλιτέχνες, μεταξύ τσίγκινου κουτακίου μπίρας, αμφιβόλου ποιότητας σουβλακίου, κατεψυγμένων πατατών πεταμένων με φούρια στη λερή φριτέζα και ετερόκλητου ακροατηρίου, παίζουν απτόητοι και πάντα αποθεώνονται.
Θυμάμαι κάποτε, στο χωριό του πατέρα μου -χωριό μου το λέω κι εγώ κι ας είμαι παιδί της πόλης- κάπου στην  Ήπειρο, το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου ήταν το μεγάλο γεγονός. Πιο πολύ κι από Χριστούγεννα και Πάσχα. Οι ξενιτεμένοι είχαν ήδη έρθει στο χωριό και περίμεναν τα όργανα, περίμεναν να στηθούν οι καρέκλες, στο πάνω καφενείο οι μισοί, οι «προοδευτικοί», και στο κάτω οι άλλοι, οι «μαύροι». Όλοι περίμεναν και έδιναν τις παραγγελίες τους για γουρνοπούλα, όπως συνηθίζεται εκεί, μπας και δεν προλάβουν και μείνουν νηστικοί. Κι ας είχαν καταβροχθίσει το παραδοσιακό στιφάδο στο μεσημεριανό τραπέζι.

Φαντάζομαι ότι πάντα έτσι, ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής, θα ήταν τα πανηγύρια. Δεν ξέρω ποιοι ακριβώς είναι οι αστέρες σήμερα, αλλά επειδή μου αρέσει να εντρυφώ στα παλιά, οι προπολεμικοί σταρ ήταν, ο Γιώργος Παπασιδέρης, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Ρούντας, ο Γιώργος Μεϊντανάς, ο Κώστας Ρούκουνας, η Γεωργία Μητάκη και άλλοι πολλοί και μάλλον άγνωστοι στους περισσότερους, ενώ τα μεγάλα κλαρίνα ήταν ο Γιαούζος, ο Φουσκομπούκας, ο Κοκοντίνης, ο Μπατζής και ο Βασιλόπουλος.
Τη δεκαετία του '50, αλλά και αυτή του'60 από την οποία έχω μνήμες έντονες, το είδος γνώρισε άνθηση και τα μεγάλα ονόματα στο τραγούδι ήταν ο Τάκης Καρναβάς, ο Ανδρέας Τσαούσης, ο Κώστας Σκαφίδας , ο Αλέκος Κιτσάκης, ο Δημήτρης Ζάχος, ο Στάθης Κάβουρας, η Σοφία Κολλητήρη, η Τασία Βέρρα, η Φιλιώ Πυργάκη και. συγγνώμη για όσους ξεχνάω. Στο κλαρίνο, ο Βασίλης Σαλέας, ο Τάσος Χαλκιάς, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης, ο Γιάννης Βασιλόπουλος, οι Βαγγέλης και Βασίλης Σούκας και στο βιολί, ο Γιώργος Κόρος.

Η ιεροτελεστία, ήταν δεδομένη. Οι παρέες έπρεπε να πάρουν έναν αριθμό για τη σειρά τους στο χορό. Όταν έφτανε η σειρά τους, ο επικεφαλής, ας πούμε, της ορχήστρας, φώναζε στο μικρόφωνο: «Σειρά τώρα έχει η οικογένεια Ιωάννη Αποστολόπουλου!» Αυτό, το θυμάμαι καλά. Σηκωνόταν ο κυρ Νίκος, ο πατέρας μου (Ιωάννης το όνομα του παππού, σεβασμός στην ιεραρχία.) με καμάρι, γυναίκα αδερφές και κόρες (ανάμεσά τους κι εγώ) ακολουθούσαν και πάντα ο πρώτος χορός του ήταν το τσάμικο «Να 'σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία.», τραγουδισμένο από το Δημήτρη Ζάχο που ερχόταν κάθε χρόνο στο Ψάρι Τριφυλίας.

Τα πιο δυνατά πανηγύρια, όμως, της εποχής εκείνης, πανηγύρια που άφηναν εποχή, ήταν στην  Ήπειρο, την Αττικοβοιωτία, αλλά και στην Αιτωλοακαρνανία και στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα.

Για να είναι πετυχημένα τα πανηγύρια, ήθελαν και ένα «σύστημα» για να λειτουργήσουν. Τη διοργάνωση αναλάμβαναν συνήθως τα καφενεία του χωριού. Έπρεπε να υπάρχει μία ζυγιά (κομπανία) σε ένα καφενείο (δηλαδή με τέσσερις ή έξι μουσικούς) και μία στο απέναντι, ή στην «κάτω πλατεία», όταν υπήρχε. Με σπαστά διαλείμματα για να αντέχουν τα κλαρίνα, τα βιολιά, τα λαούτα και τα σαντούρια. Λίγο αργότερα, προστέθηκαν δειλά και κάποιες κιθάρες. Οι μεγάλοι αστέρες, πάντως, ήταν οι κλαριτζήδες και οι τραγουδιστές ή οι τραγουδίστριες. Συνήθως, τα πανηγύρια κρατούσαν δύο μέρες. Την παραμονή παίζανε στα καφενεία, και ανήμερα, αμέσως μετά την εκκλησία και το απόγευμα στην πλατεία, στον μεγάλο χορό του χωριού. Μεροκάματο ήταν η χαρτούρα και πότε μοιραζόταν δίκαια, πότε υπήρχαν και κόντρες μεγάλες από τις φίρμες. Όταν δεν μπορούσε να υπάρξει συνεννόηση, μπορούσες να δεις στην ίδια πλατεία δύο ή και τρεις κομπανίες! Και γινόταν το χάος!

Στη Θήβα, θεός ήταν ο Κοκοντίνης. Στο Ξηρόμερο λάτρευαν τον Καρναβά και στην Ήπειρο τον Τάσο Χαλκιά και τον Γρηγόρη Καψάλη και μεταγενέστερα, ακόμη και σήμερα τον Πέτρο Λούκα Χαλκιά. Οι Αρβανίτες λατρεύουν τον Κόρο, τη Βάσω Χατζή, τη Σοφία Κολλητήρη και τον Κώστα Σκαφίδα, ενώ όλη η Πελοπόννησος είναι στο φαν κλαμπ της Φιλιώς Πυργάκη. Ανάλογα με τον τόπο, ο μουσικός και η μουσική. Αλλιώς θα παίξεις το παπάκι στη Ρούμελη και αλλιώς στο Μωριά.

Λίγα, ελάχιστα είναι τα πανηγύρια που «κρατάνε» ακόμα. Τα περισσότερα είναι κάτι μεταξύ σκυλάδικου που μετακόμισε από την πίστα της πόλης, στην εξοχή. Οι καλοί χορευτές έχουν λιγοστέψει. Ο Βlackman, πάντως, εξακολουθεί να εκπέμπει και οι αφίσες, κυρίως στην Εθνική Οδό, είναι όμορφες και θυμίζουν κάτι από τις παλιές δόξες. Τα χρωματιστά λαμπάκια ανάβουν ακόμα πάνω στις πίστες, οι μουσικοί εξακολουθούν να παίζουν δημοτικά, με τον δικό τους τρόπο, τα κιβώτια με τις μπίρες αδειάζουν και ο καθένας ξορκίζει την κρίση όπως μπορεί.
Μια χαρτούρα στον καλλιτέχνη, ρε παιδιά. Το πανηγύρι -και πού να το βρούμε- ακόμα το ζητάει η ψυχούλα μας!

Της
ΕΛΕΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: