Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Η αρχή της περιπέτειας και το τέλος του ταξιδιού στα Τζουμέρκα


«Κάποιοι έπρεπε να είναι εκεί», του Χρήστου Σαμαρά, συγγραφέα της μοίρας των Τζουμερκιωτών

Το κείμενο που ακολουθεί είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει, σχετικό με βιβλιοκριτική. Ανεγνώσθη κατά τη διάρκεια  παρουσίασής του από τον εμπνευστή του, διακεκριμένο φιλόλογο και κριτικό λογοτεχνίας, πρόεδρο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων κ. Κώστα Μαργώνη, εκεί στα πανέμορφα Πράμαντα, των περήφανων Τζουμέρκων, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Έκρινα πως ήταν προτιμότερο να το αναπαράγω από το  να γράψω κάτι δικό μου για το βιβλίο. Είμαι βέβαιος, έστω κι αν  δεν έχετε διαβάσει μέχρι τώρα το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις «Θερμαϊκές Εκδόσεις», πως θα συμφωνήσετε μαζί μου. Σε  μένα χρεώστε τον τίτλο και τον πρόλογο, τα υπόλοιπα  στο δημιουργό του.
Μπ. Αρτινός
Του Κώστα Μαργώνη

Κυρίες και κύριοι,
Θα σας μιλήσω για ένα βιβλίο, για μια κατάθεση ενός ανθρώπου που γνώρισε εκ των ένδον τα Τζουμέρκα, για μια μαρτυρία. Θα τοποθετήσω τον εαυτό μου στη θέση του αναγνώστη, του ανθρώπου που αποφεύγει, στην προκειμένη περίπτωση, κάθε απόπειρα θεωρητικής προσέγγισης της λογοτεχνικής δημιουργίας. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι οποιαδήποτε λογοτεχνική δοκιμή είναι ιστορικά και κοινωνιολογικά προσδιορισμένη. Συνεπώς, η λογοτεχνική ιδιοσυστασία του έργου του Χρ. Σαμαρά μπορεί να φωτιστεί με ενδοκειμενικά ή ενδογλωσσικά, και ταυτόχρονα με εξωκειμενικά και εξωγλωσσικά συμφραζόμενα. Θα μπορούσα να πω ότι η αφετηρία της δικής μου ματιάς παραπέμπει «στον Μεσαίωνα, όταν ο όρος «λογοτεχνία» χρησιμοποιούνταν ελάχιστα και οι λέξεις literatus ή literator δήλωναν όποιον μπορούσε να διαβάζει και να γράφει».[1] Θα αποπειραθώ λοιπόν να μιλήσω για το μυθιστόρημα του Χρ. Σαμαρά, με τον τίτλο «Κάποιος έπρεπε να είναι εκεί», ως αναγνώστης που χρησιμοποιεί σαν εργαλείο για την κατανόηση του έργου τη γλώσσα.
Εάν πάμε ένα βήμα πιο πέρα, στην προσπάθεια να συναντήσουμε τους ανθρώπους και τη ζωή τους, δε θα μπορούσαμε εύκολα να διαφωνήσουμε με την άποψη ότι «... το λογοτεχνικό κείμενο εν γένει είναι ένα περίοπτο άγαλμα. Ένα γλυπτό... το οποίο βέβαια εξαρτάται από το πού στέκεται αυτός που το κοιτάζει ή διαβάζει. Αλλά κυρίως πρόκειται για σύνολο με φωτιζόμενα επάρματα, ρητά σημεία, σκοτεινές εσοχές, άρρητα, γραμμές συνόλου και αφαιρετικές φόρμες. Και αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που, αναλόγως του «φωτισμού» του χρόνου δηλαδή και της εποχής, δίνουν και διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα. Έτσι κάθε φορά έχουμε νέα ανάγνωση».[2]
Οι κύριες συνιστώσες του μυθιστορήματος του Χρ. Σαμαρά είναι ο χρόνος, ο χώρος και τα πρόσωπα. Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγηση από ένα ξενοδοχείο στα Γιάννινα· η πρωινή αφύπνιση, στις 5.20 στην Καλούτσανη, στο στενό καφενεδάκι, στο πρακτορείο της «άγονης γραμμής». Ο αφηγητής αυτοπροσδιορίζεται, αυτοσυστήνεται σαν έτοιμος από καιρό· «Ετοιμαζόμουν για ένα από τα μεγαλύτερα ταξίδια στη ζωή μου, για ένα από τα πιο συγκλονιστικά ταξίδια που μπορούν να συμβούν για μια και μόνο φορά στη ζωή του ανθρώπου». Νομίζω πως πρόκειται για το επιμύθιο, για τη γνώση του τέλους, που όμως προτάσσεται, όταν τα γεγονότα καταλαγιάζουν και οι αναμνήσεις βρίσκουν τη θέση τους στη συνείδηση του συγγραφέα. Υποθέτω ότι αποτέλεσαν τον σπινθήρα της αρχικής σύλληψης, ίσως και της ενδόμυχης ανάγκης να γράψει για την εμπειρία του στα Τζουμέρκα. Ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η θητεία στο αγροτικό ιατρείο του Εντελβάις. Η αρχή της περιπέτειας και το τέλος του ταξιδιού στα Τζουμέρκα. Το πανδοχείο των Βαλκανίων ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο. «Πέμπτη βράδυ στο πανδοχείο του μπάρμπα-Δελμπίζη, οι ετοιμασίες για το αυριανό παζάρι έδιναν κι έπαιρναν», σε μια κωμόπολη της Μακεδονίας. Ο συγγραφέας, με την ψηλάφιση των γεγονότων του παρελθόντος, του 1962, του 1916, του 1950, του 1918 στην  Κάτω Τζουμαγιά, στο Ποζάρεβιτς, στο Περιστέρι στην Αθήνα, στις Σέρρες, αναζητά την ταυτότητά του κυρίως τη συλλογική. Παρακολουθεί την «ηρωική έξοδο» των ανθρώπων της πόλης και της χώρας του. Χάρη στη μνήμη των προσώπων, συχνά εφιαλτική, ζωντανεύει η Ελλάδα του 20ου αιώνα που αλλάζει συνεχώς όψη.

«Χρόνια γινόταν αυτή η ηρωική έξοδος. Χρόνια και χρόνια πολιορκούνταν άνθρωποι σ’ αυτή τη μικρή πόλη, σ’ αυτή τη μικρή χώρα.
Πολιορκίες από αόρατους εχθρούς, πολιορκίες απ’ την αδικία και τη φτώχεια, απ’ το ίδιο το σύστημα. Δικτατορίες, ομηρίες, πόλεμοι, Κατοχή, Εμφύλιος και μετά διχασμός και απόγνωση.
 Ήταν οι καιροί δύσκολοι, δεν μπορούσε ν’ ανασάνει αυτή η χώρα απ’ τα ντράβαλα, άρχισε να αδικεί, να ξεχωρίζει τα παιδιά της, ν’ αποκληρώνει. Η πρώτη έξοδος έγινε μετά τον Εμφύλιο προς το λεγόμενο «ανατολικό μπλοκ». Άνθρωποι διωγμένοι, κυνηγημένοι, στιγματισμένοι απ’ την αντάρα του αντάρτικου, διασκορπίστηκαν σε αφιλόξενες χώρες, δεύτερες πατρίδες της ανάγκης, με τα μάτια τους να κοιτάζουν για χρόνια προς το νότο.
 Κι αφού τελείωσαν κι οι τσακωμοί και οι εμφύλιοι και το «βουνό» και τα πράγματα έγιναν κατά πώς ήθελαν οι «σύμμαχοί» μας και οι «φίλοι» μας, ήρθε η φτώχεια και η πείνα.
Τότε έγινε η δεύτερη και η πιο μεγάλη έξοδος!
Πηγαινοέρχονταν τα τρένα στο Μόναχο, γέμισαν τα εργοστάσια και οι στοές της Γερμανίας από Έλληνες, χώρισαν οικογένειες, παιδιά μεγάλωσαν σαν ορφανά με τους παππούδες, η ηττημένη Γερμανία τάιζε τους νικητές με ιδρώτα και πικρό ψωμί.
Κι εκεί κοντά ήρθε και η τρίτη έξοδος. Είχαν ετοιμάσει κάτι πολιτικοί το σκηνικό «αντιπαροχή», εργολάβοι ανέλαβαν το γκρέμισμα και το χτίσιμο στις μεγάλες πόλεις. Εκεί που ήταν ένα μικρό περίπτερο πεταγόταν οκταώροφη πολυκατοικία. Γέμισε τσιμέντα η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, με το ζόρι γλίτωσαν λίγα πάρκα και λίγα μνημεία απ’ τη μανία. Έγιναν πόλεις χωρίς ανάσα, χωρίς ψυχή, ο ένας πάνω στον άλλον, τερατουργήματα.
Τότε άρχισε να ερημώνει η επαρχία. Κόσμος και κοσμάκης άφησαν χωριά και χωράφια και πήγαν στα ημιυπόγεια των μεγαλουπόλεων. Άνοιξαν, λέει, δουλειές
Με μια ομηρική έξοδο, άλλαξε ο χάρτης της Ελλάδος. Χωριά μίκρυναν, χωράφια. ξεράθηκαν κι ορφάνεψαν, ζωντανά πουλήθηκαν, νησάκια άδειασαν. Για μια ακόμα φορά, παλιοί και νέοι εχθροί έφτασαν ανθρώπους στα όριά τους, έκλεισαν τον ορίζοντα γύρω τους, στέρεψαν οι πηγές και οι γούρνες της ελπίδας, τους οδήγησαν σε μια έξοδο που άλλαξε οριστικά ψυχές, ανθρώπους και κοινωνίες».[3]
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αφηγητής ακολουθεί μια εμπειρία αναζητώντας, κατά τον Ν. Θέμελη, «το καταπιεσμένο άλλο πρόσωπο της ιστορίας», την καθημερινή πραγματικότητα των ξωμάχων των Τζουμέρκων και ευρύτερα των Ελλήνων. Η επικοινωνία του με τον μικρόκοσμο της περιοχής αντανακλάται στο δικό του κόσμο. Έτσι αναπαρίσταται ένας ολόκληρος κόσμος με μεγάλη μάλιστα αληθοφάνεια.
Η πρώτη εμπειρία, το ιατρείο του χωριού. «Το ιατρείο ήταν ένα παλιό σπίτι, χτισμένο με πέτρα πριν από πολλά πολλά χρόνια και όχι σε τόσο καλή κατάσταση».[4]
Τα πρόσωπα αποκαλύπτονται στον αφηγητή σταδιακά, μέσα από τα γεγονότα, συνηθισμένα ή συγκλονιστικά, αναμενόμενα ή απροσδόκητα, μικρά ή μεγάλα. Όλα όμως είναι πλασμένα με προσοχή, σμιλεμένα από το χώρο και τον χρόνο. Ο αφηγητής μοιάζει να κρατάει στα χέρια του έναν εύθραυστο κόσμο, που τον ανακαλύπτει με προσοχή και ενδιαφέρον σε κάθε στιγμή. Είναι κάτι σαν την παλίμψηστη γραφή. Έχει όμως αισθήσεις και διάθεση για  να ανακαλύψει τον άγνωστο κόσμο. Θα έλεγε κανείς ότι διαθέτει την τέχνη να διεισδύει στο άγνωστο και να το κατανοεί. Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας την ονομάζουν τεχνική της αναπαράστασης. Ιδιαίτερα εύγλωττη είναι η περιγραφή της κυρά- Θοδώρας. «Δεν ήλθε για να πληρωθεί η κυρά-Θοδώρα. Δεν ήταν δυνατόν να πληρώσει κανείς τη Θοδώρα των Τζουμέρκων. Αυτή η δυνατή, όμορφη, περήφανη γυναικάρα με τα ντόπια, που έκοβε ξύλα, ζύμωνε ψωμί, καθάριζε το σπιτικό της, άρμεγε τα γίδια, μαγείρευε τρελά φαγητά στη γάστρα, μεγάλωνε τα παιδιά της, φρόντιζε και τιμούσε τον άντρα της και ήταν πάντα κοντά στα γερόντια που τη χρειάζονταν, δε θα καταδεχόταν ποτέ να πάρει αμοιβή για τη βοήθεια που χρειάστηκε να δώσει σε έναν μοναχικό γείτονα- ας ήταν και ο γιατρός αυτός- που είχε την ανάγκη της».[5]
Ο αφηγητής έχει την ικανότητα, τη γυμνασμένη ματιά του παρατηρητή, να αποτυπώνει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των ανθρώπινων τύπων του χωριού και της περιοχής των Τζουμέρκων. Οι ήρωές του έχουν δύναμη, ευαισθησία, πεποιθήσεις, αγωνίες, προβλήματα, φιλοδοξίες, ψυχική αντοχή. Όλοι, με τη στάση τους και τις ιδέες τους, αποτυπώνουν μια κοινωνία σε κατάσταση μετάβασης, μια κοινωνία που μεταμορφώνεται με τρόπο βίαιο αλλά και θελκτικό σε αστική κοινωνία. Οι άνθρωποι βρίσκονται και αυτοί στο μεταίχμιο. Το παλιό χάνεται, το καινούριο δεν είναι ξεκάθαρο. Μοιάζει πιο πολύ με τη λαχτάρα της προσμονής. Τα πρόσωπα αποτελούν αρχετυπικές μορφές: ο Σίλας, ο Ζόγκος, ο Βαγγελάκης, ο παπα-Σπύρος, η κυρά-Θοδώρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Φώτης, «...ο άνθρωπος που όλα πάνω του ήταν μικρά και ταπεινά κι ασήμαντα [...]. Ο Φώτης είχε μια απλοϊκή όπως πολλοί, αντίληψη για τα πράγματα. Αυτός που ταχε τα ’χε και αυτός που δεν τα ’χει δουλεύει γι’ αυτόν που τά ’χει. Εκ πρώτης όψεως σωστό και λογικό. Τώρα για το θέμα της αμοιβής, αυτό ήταν ένα δικαίωμα του άρχοντα κι ούτε να ρωτάς πολλά πολλά. Γιατί το αφεντικό χίλια πρόβατα κι αυτός κανένα; Γιατί ο άρχοντας το πιο μεγάλο σπίτι κι αυτός το πιο μικρό; Δεν είχε μάθει να ρωτάει. Δεν είχε διαβάσει την ιστορία για τους Τούρκους και τους μπέηδες. Δεν του είχαν μάθει να ψάχνει. Γι’ αυτόν έτσι ήταν ο νόμος της ζωής. Είχε αποδεχτεί μιαν ιστορία που δεν είχε καν διαβάσει, ήταν κολίγος, κολίγου γιος κι ήταν ευτυχισμένος που ήταν στη δούλεψη του άρχοντα. «Μην είμαστε κι αχάριστοι. Με τα κοπάδια φεύγουν οι Ηπειρώτες στη Γερμανία» έλεγε. Κι ούτε μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τότε που ο δάσκαλος αρνήθηκε να πάρει το δοχείο με το τυρί που του ’στειλε ο άρχοντας. Δεν το χώνεψε ποτέ. Άκου προσβολή! Τρεις μέρες το κρατούσε το δοχείο στο σπίτι του ο Φώτης, τόσο πολύ ντρεπόταν για λογαριασμό του δασκάλου απέναντι στον άρχοντα. Είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα ... ».[6]
Εντέλει ο Χρ. Σαμαράς γίνεται ο συγγραφέας της μοίρας των Τζουμερκιωτών, της φύσης και των ανθρώπων της. Έπειτα ήρθε  η ανάπτυξη, ο αυτοκινητόδρομος και το ηλεκτρικό ρεύμα, που σήμαναν το τέλος μιας εποχής. «Οι λίγοι που απέμειναν ήταν κάτι σαν απομεινάρια ενός παλιού πολιτισμού, σαν μνημεία μιας ζωής που δε θα ξαναγύριζε ποτέ, σημαδούρες στον ατέλειωτο γκριζογάλανο αθαμάνειο ορίζοντα».[7]

1.       Δ. Τζιόβα: Μετά την Αισθητική, εκ. «Γνώση», Αθήνα 1987
2.       Γ. Ρωμανός, περιοδικό «Φιλόλογος», τ. 146, σ. 522-3
3.       Χρ. Σαμαράς: «Κάποιοι έπρεπε να είναι εκεί», σ. 116-7
4.       Όπ. π.,σ. 16-7
5.       Όπ. π.,σ. 20
       6.    Όπ. π. σ. 57                                                              

Δεν υπάρχουν σχόλια: