Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Eξήντα έξι χρόνια από τη Χιροσίμα: Τα ΜΜΕ και η καταστροφή.


 



Η μετατροπή των ΜΜΕ σε διαύλους διοχέτευσης της επίσημης παραπληροφόρησης, με αντάλλαγμα κάποιες εντυπωσιακές «αποκλειστικότητες», έχει συνήθως τραγικές επιπτώσεις στην ενημέρωση του κοινού επί της ουσίας των πραγμάτων. Ζωντανό παράδειγμα, η δημοσιογραφική κάλυψη του πρώτου πυρηνικού βομβαρδισμού στην ανθρώπινη Ιστορία πριν από 57 χρόνια...

«Ενας ευχάριστος τρόπος θανάτου».
Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η κορυφαία στιγμή του εικοστού αιώνα. Οχι μόνο για το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας αλλά -κυρίως- γιατί μας εισήγαγε σε μια ολωσδιόλου καινούρια εποχή: την εποχή που γνωρίζουμε πια ότι η ανθρωπότητα έχει αποκτήσει τα μέσα για να εξαφανίσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο κάθε ίχνος ζωής πάνω στη Γη. Ο λόγος για τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα πριν από 57 χρόνια - στις 8.16' π.μ. τοπική ώρα της 6ης Αυγούστου 1945.

Τι είδους κάλυψη επιφύλαξαν σ' αυτό το καθοριστικό συμβάν τα ΜΜΕ της εποχής; Με δεδομένο τον τερματισμό του πολέμου τις επόμενες μέρες και την άρση της προληπτικής λογοκρισίας στις χώρες της Δύσης, θα περίμενε κανείς ότι οι διαστάσεις και οι συνέπειες του πρώτου «πυρηνικού πλήγματος» της ανθρώπινης ιστορίας αντιμετωπίστηκαν με το προβλεπόμενο ενδιαφέρον και τη δέουσα σοβαρότητα.

Συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ένας συνδυασμός λογοκριτικών παρεμβάσεων, συμμόρφωσης προς τα «εθνικά συμφέροντα» και υπόκλισης στις επιταγές του θεάματος, οδήγησαν σε μια ειδησεογραφία που θυμίζει απελπιστικά τις αντίστοιχες επιδόσεις των ημερών μας.

Μια πολύ έγκυρη πηγή.
Αυτό που πραγματικά συνέβη στη Χιροσίμα η ανθρωπότητα το πληροφορήθηκε έτσι, όχι από τα γνωστά ονόματα της δημοσιογραφίας, αλλά από έναν «εθνικά ύποπτο» αουτσάιντερ -τον αριστερό Αυστραλό Ουίλιαμ Μπάρτσετ, ανταποκριτή τότε της λονδρέζικης «Daily Express», που σνομπάρισε τις προτεραιότητες των ημερών για ν' αναζητήσει την ουσία των πραγμάτων. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή!

* Η επιστημονική έρευνα που οδήγησε στην κατασκευή της ατομικής βόμβας («Σχέδιο Μανχάταν») υπήρξε, όπως είναι φυσικό, μια άκρως απόρρητη διαδικασία. Ευθύς εξαρχής, ωστόσο, οι επικεφαλής φρόντισαν να τακτοποιήσουν το ζήτημα της ειδησεογραφικής διαχείρισής του, προσλαμβάνοντας τον κατάλληλο άνθρωπο.

* Δημοσιογράφος του «επιστημονικού τμήματος» των «New York Times» από το 1930, ο 57χρονος Ουίλιαμ Λόρενς ειδοποιήθηκε στις αρχές του 1945 από τον αρχισυντάκτη του ότι ο επικεφαλής του «Σχεδίου Μανχάταν», στρατηγός Λέσλι Γκρόουβς, «θέλει να τον δει».

* Η συνάντηση των δύο ανδρών κατέληξε σε συμφωνία να «δανείσουν» οι «Times» το δημοσιογράφο τους στο πρόγραμμα, διατηρώντας τον ταυτόχρονα στο μισθολόγιο.

* Ο Λόρενς εγκαταστάθηκε στην εργαστηριούπολη του Λος Αλαμος, στο Νιου Μέξικο, παρακολουθώντας από κοντά τα τελικά στάδια της κατασκευής της ατομικής βόμβας, χωρίς -εννοείται- να γράφει το παραμικρό.

* Το πρώτο καθήκον που του ανατέθηκε ήταν η παραπλάνηση των τοπικών ΜΜΕ (και του κοινού) αμέσως μετά τη δοκιμαστική έκρηξη της πρώτης ατομικής βόμβας στο πεδίο βολής του Αλαμογκόρντο, στις 16 Ιουλίου 1945.

* Ενώ τα ακριβή αποτελέσματα του «πειράματος» ήταν άγνωστα ακόμη και στους ειδικευμένους επιστήμονες του προγράμματος, ο Λόρενς ετοίμασε εκ των προτέρων 4 δελτία τύπου τα οποία έκαναν λόγο για τυχαία «έκρηξη μιας αποθήκης πυρομαχικών», με διαφορετική εκτίμηση για την έκταση των ζημιών.
Ενας αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών, ο Φιλ Μπέλτσερ, ανέλαβε να μεταφέρει το «σωστό» δελτίο στα κοντινότερα γραφεία του Ασοσιέιτεντ Πρες, στο Αλμπουκέρκε.

* Ακολούθησε, στις 6 Αυγούστου, ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα. Το νέο ανακοινώθηκε επίσημα από τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο Χάρι Τρούμαν, με ένα κείμενο που είχε συντάξει ο Αρθουρ Πέιτζ (αντιπρόεδρος του τμήματος δημόσιων σχέσεων της εταιρείας ΑΤ&Τ και ταυτόχρονα επικεφαλής της Επιτροπής Πρόνοιας και Αναψυχής των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ):

**«Πριν από 16 ώρες», έλεγε το διάγγελμα, «αμερικανικό αεροπλάνο έριξε μια βόμβα στη Χιροσίμα, μια σημαντική βάση του ιαπωνικού στρατού. Η βόμβα είχε ισχύ περισσότερη από 20.000 τόνους ΤΝΤ. Είναι μια ατομική βόμβα. Εχουμε δαμάσει τη βασική δύναμη του σύμπαντος. Η δύναμη από την οποία ο ήλιος αντλεί τη δύναμή του εξαπολύθηκε ενάντια σ' εκείνους που έφεραν τον πόλεμο στην Απω Ανατολή».
Για την ευρύτερη διαφώτιση του κοινού, η επίσημη αυτή ανακοίνωση συνοδεύτηκε από μια σειρά 14 άρθρων με το ιστορικό της απόκτησης του νέου υπερόπλου και τις επιθυμητές επιστημονικές διευκρινίσεις. Συγγραφέας αυτών των κειμένων, που είχαν συνταχθεί εκ των προτέρων και διοχετεύτηκαν σε όλα τα αμερικανικά ΜΜΕ, ήταν -ποιος άλλος;- ο Ουίλιαμ Λόρενς.

Το πανέμορφο μανιτάρι.
**Μερικές μέρες αργότερα, ο ίδιος δημοσιογράφος ήταν ο μόνος που είχε την τιμή να παρακολουθήσει ζωντανό, μέσα από τον πυργίσκο του ιπτάμενου υπερφρουρίου «Μεγάλος Καλλιτέχνης», τον ατομικό βομβαρδισμό του Ναγκασάκι.
Η περιγραφή του δημοσιεύθηκε στους «New York Times» στις 9 Σεπτεμβρίου κι αποτελεί μνημείο εξωραϊσμού της στιγμιαίας εξολόθρευσης δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, μέσα από την προσφυγή σε λυρικούς τόνους και λογοτεχνίζοντα σχήματα λόγου:

**«Κάπου πέρα απ' αυτά τα απέραντα βουνά από άσπρα σύννεφα», γράφει, «απλώνεται η Ιαπωνία, η χώρα του εχθρού μας. Σε τέσσερις περίπου ώρες από τώρα, μια από τις πόλεις της, που κατασκευάζει πολεμικά όπλα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας, θα σβηστεί από το χάρτη χάρη στο μεγαλύτερο όπλο που φτιάχτηκε ποτέ από άνθρωπο. Σε ένα δεκάκις εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου, ένα θραύσμα του χρόνου που είναι αδύνατο να μετρηθεί από οποιοδήποτε ρολόι, ένας ανεμοστρόβιλος εξ ουρανού θα κονιορτοποιήσει χιλιάδες κτίρια και δεκάδες χιλιάδες κατοίκους της.
»Νιώθει άραγε κανείς οποιαδήποτε συμπόνοια ή οίκτο για τους φτωχοδιάβολους που θα πεθάνουν; Οχι, όταν σκεφτεί κανείς το Περλ Χάρμπορ και την πορεία θανάτου στο Μπαταάν.
»Οι άνεμοι της μοίρας φάνηκαν να ευνοούν κάποιες γιαπωνέζικες πόλεις, που πρέπει να παραμείνουν ανώνυμες. Κάναμε κύκλους πάνωθέ τους ξανά και ξανά, χωρίς να βρούμε το παραμικρό άνοιγμα στην πυκνή ομπρέλα από σύννεφα που τις κάλυπτε. Η μοίρα επέλεξε το Ναγκασάκι σαν τον ύστατο στόχο.
»Παρατηρητές στην ουρά του σκάφους μας είδαν μια γιγάντια μπάλα φωτιάς να υψώνεται. Δεν ήταν πλέον καπνός, σκόνη ή σύννεφο φωτιάς. Ηταν ένα ζωντανό πλάσμα, ένα νέο είδος που γεννιόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Η βάση του ήταν καφετιά, το κέντρο του κεχριμπαρένιο, η κορυφή του λευκή.
»Το μανιτάρι ήταν ακόμη πιο ζωντανό απ' ό,τι η στήλη, κοχλάζοντας και βράζοντας σε μια κοινότοπη παραφορά κρεμώδους αφρού, τσιτσιρίζοντας προς τα πάνω κι ύστερα κατεβαίνοντας προς τη Γη, χίλιοι παλιοί πιστοί θερμοπίδακες τυλιγμένοι σε έναν. Εξακολούθησε να παλεύει σε μια στοιχειώδη παραφορά, σαν ένα πλάσμα που σπάζει τα δεσμά που το κρατούσαν υποταγμένο.
»Ενα δεύτερο μανιτάρι ξεπετάχτηκε κι άρχισε να επιπλέει μέσα στο γαλάζιο, αλλάζοντας το σχήμα του με αυτό ενός λουλουδιού, τα γιγάντια πέταλά του γυριστά προς τα κάτω, κρεμώδες λευκό απέξω, ροζ από μέσα. Διατηρούσε ακόμη αυτό το σχήμα όταν το κοιτάξαμε για τελευταία φορά, από μια απόσταση 200 περίπου μιλίων».

* Οταν οι αναγνώστες διάβαζαν αυτή την ενθουσιώδη περιγραφή, η φρικαλέα πραγματικότητα της Χιροσίμα είχε πάψει ν' αποτελεί στρατιωτικό απόρρητο: Τέσσερις μέρες πριν, η «Daily Express» δημοσίευε το πρώτο ρεπορτάζ από τη βομβαρδισμένη πόλη -και η διαπιστευμένη δημοσιογραφία του Λόρενς και των «Times» απλώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει, μέσα από αισθητικές ακροβασίες, τα αδικαιολόγητα.

Ταξίδι μέσα στη νύχτα.
* Στις 15 Αυγούστου η Ιαπωνία συνθηκολόγησε και, λίγες μέρες μετά, οι πρώτες κατοχικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στη Γιοκοσούκα. Μαζί τους ήταν δυο δημοσιογράφοι: ο Μπιλ Μακ Γκάφιν της «Chicago Daily News» κι ο Μπάρτσετ της «Daily Express».
Ακολουθώντας το ρεύμα των ημερών, ο πρώτος κατευθύνθηκε -όπως και το σύνολο των δυτικών συναδέλφων του- στο Τόκιο, για να καλύψει ζωντανά την τελετή παράδοσης της Ιαπωνίας πάνω στο θωρηκτό «Μισούρι» (2 Σεπτεμβρίου).

* Την ίδια ακριβώς μέρα, στις 6 το πρωί, ο Μπάρτσετ έφευγε με το τρένο για τη Χιροσίμα. Μαζί του κουβαλούσε τρόφιμα 7 ημερών για τον ίδιο κι ενός μήνα για τον ανταποκριτή του ιαπωνικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Ντομέι στη Χιροσίμα, μια ομπρέλα (για ξεκάρφωμα), ένα μικρό λεξικό με τις βασικές ιαπωνικές φράσεις και μια συστατική επιστολή από τα γραφεία του Ντομέι στο Τόκιο.
Ενα πιστόλι, δώρο συναδέλφου του από την «Daily Express» (που επίσης επέλεξε να καλύψει την επίσημη τελετή του Μισούρι), προτίμησε να το καταχωνιάσει στον πάτο του σακιδίου του.
Η εικόνα που μας παραδίδει ο Μπάρτσετ γι' αυτή τη διαδρομή μέσα στη νύχτα είναι μνημειώδης: Αρχικά αναγκάστηκε να στριμωχτεί, όρθιος, σ' ένα από τα τελευταία βαγόνια, παρέα με Γιαπωνέζους φαντάρους που επέστρεφαν, καθώς τα καλά κουπέ είχαν καταληφθεί από αξιωματικούς.
Εχθρικοί, στη αρχή οι φαντάροι, άλλαξαν εντελώς όταν μοιράστηκε μαζί τους τα τσιγάρα του (και, σε ανταπόδοση, κάποια δικά τους αβγά και παστά ψάρια), τους αφηγήθηκε με νοήματα τον τραυματισμό του από ιαπωνικά αεροπλάνα στη Βιρμανία και τους εξήγησε την επαγγελματική ιδιότητά του.

* Εντελώς διαφορετικά ήταν τα πράγματα κατά το δεύτερο μέρος της διαδρομής, σ' ένα βαγόνι γεμάτο αξιωματικούς, «απελπισμένους κι εξευτελισμένους από την ήττα τους, που έπαιζαν με τη λαβή του σπαθιού ή του στιλέτου τους».
Η παρουσία τους επέβαλε μια καταθλιπτική σιγή, καθώς το παραμικρό χαμόγελο «θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν σημάδι ενθουσιασμού για ό,τι συνέβαινε εκείνη την ώρα πάνω στο "Μισούρι"», με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

* Φτάνοντας στη Χιροσίμα, ο Μπάρτσετ αναγκάζεται να βγει από το παράθυρο, καθώς από την πόρτα εισβάλλει ορμητικά ένα πλήθος απεγνωσμένων ανθρώπων, που θέλουν να εγκαταλείψουν το ταχύτερο την πόλη. Θα κρατηθεί μερικές ώρες απ' την αστυνομία του σταθμού, που τον περνά για δραπέτη από κάποιο στρατόπεδο αιχμαλώτων.

* Με το ξημέρωμα, τους δείχνει τη συστατική επιστολή του Ντομέι, βάζει στη ζώνη το πιστόλι του και ξεκινάει, χωρίς δεύτερη κουβέντα, γι' αυτό που υπήρξε κάποτε το κέντρο της πόλης.

«Η ατομική πανούκλα».
Η εικόνα που αντίκρισε είναι συγκλονιστική:
**«Καθώς περπατούσα κατά μήκος αυτών των δρόμων, είχα το συναίσθημα πως είχα μεταφυτευτεί σ' έναν πλανήτη χτυπημένο απ' το θάνατο. Τα πάντα ήταν καταστροφή κι απελπισία. Παχιά γκρίζα σύννεφα βάραιναν πάνω σ' αυτό το τίποτα που κάποτε υπήρξε μια πόλη περισσότερων από 200.000 κατοίκων. Θειούχοι ατμοί ανέβαιναν από σχισμάδες του εδάφους, αναδύοντας μια μυρωδιά οξεία και διαπεραστική. Ελάχιστοι περαστικοί κινούνταν βιαστικά σιωπηλοί στους δρόμους, τα πρόσωπά τους καλυμμένα με άσπρη μάσκα.
»Οι πολυκατοικίες είχαν μετατραπεί σε σκόνη, μια σκόνη γκρίζα και κόκκινη που οι βροχές είχαν σκληρύνει και μετασχηματίσει σε πρανή και αναχώματα.
»Η βόμβα είχε εκραγεί πριν από ένα μήνα, και κανένα ίχνος πράσινου δεν είχε προλάβει να μαλακώσει τούτες τις ζωντανές πληγές» (W. Burchett, «Le Passeport», σ. 162).

* Η συγκλονιστικότερη, ωστόσο, αποκάλυψη του Μπάρτσετ αφορά τα καταστροφικά αποτέλεσματα όχι της ίδιας της ατομικής έκρηξης αλλά της ραδιενέργειας που αυτή εξαπέλυσε στο περιβάλλον.
Δημοσιευμένη στις 5 Σεπτεμβρίου στην «Daily Express», η ιστορική ανταπόκρισή του έφερε τον τίτλο «Η ατομική πανούκλα» και τον υπότιτλο «Προειδοποίηση προς την ανθρωπότητα»:

**«Βρήκα ανθρώπους», διαβάζουμε, «οι οποίοι όταν έπεσε η βόμβα δεν υπέστησαν το παραμικρό τραύμα, αλλά τώρα πεθαίνουν από τ' αλλόκοτα επακόλουθά της.
»Χωρίς εμφανή λόγο, η υγεία τους αρχίζει να κλονίζεται. Χάνουν την όρεξή τους. Τα μαλλιά τους πέφτουν. Γαλαζωπά σημάδια εμφανίζονται στα σώματά τους. Κι ύστερα αρχίζουν να αιμορραγούν από τ' αυτιά, τη μύτη και το στόμα.
»Στην αρχή, μου είπαν οι γιατροί, νομίσαμε ότι αυτά ήταν τα συμπτώματα γενικότερης εξασθένησης. Εκαναν στους ασθενείς ενέσεις βιταμίνης Α. Τα αποτελέσματα ήταν φρικαλέα. Η σάρκα άρχισε να σαπίζει και να ανοίγει στο σημείο που έγινε η τρύπα από τη βελόνα της ένεσης. Και σε κάθε περίπτωση, το θύμα πέθαινε.
»Αυτό είναι ένα από τα συμπτώματα της πρώτης ατομικής βόμβας που έριξε ποτέ άνθρωπος και δεν θέλω να δω άλλα δείγματά της».


**Γραμμένη πάνω στις στάχτες της Χιροσίμα, η ανταπόκριση του Μπάρτσετ είχε μόλις σταλεί στο Λονδίνο (μέσω του πρακτορείου Ντομέι), όταν η πόλη δέχθηκε μιαν απρόσμενη επίσκεψη: ένα λεωφορείο της αμερικανικής αεροπορίας με δύο συνταγματάρχες της υπηρεσίας πληροφοριών κι έντεκα «έγκυρους» δημοσιογράφους, που είχαν έρθει για την πρώτη επίσημα διαπιστευμένη επίσκεψη στη βομβαρδισμένη πόλη. Ανάμεσά τους, φυσικά, βρισκόταν και ο Λόρενς των «Ν. Υ. Times».

Αντεπίθεση και λογοκρισία.
Στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι δοκίμασαν δυσάρεστη έκπληξη όταν ανακάλυψαν ότι το scoop είχε χαθεί κι ότι η απώλειά του οφειλόταν σ' έναν ανεξέλεγκτο ρεπόρτερ.
**«Οι μεγάλοι δημοσιογράφοι δεν είδαν ούτε το 1/4 απ' όσα είχα δει», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μπάρτσετ. «Μόλις είδαν ότι ένας ανταγωνιστής είχε φτάσει στη Χιροσίμα πριν απ' αυτούς, ζήτησαν να επιστρέψουν στο Τόκιο το νωρίτερο δυνατό, για να στείλουν τα άρθρα τους. Δεν είχαν την παραμικρή επαφή με τον τοπικό πληθυσμό, καθώς μετακινούνταν σε μια συμπαγή ομάδα απολύτως αμερικανική, με τη βοήθεια μονάχα ενός ιάπωνα μεταφραστή. Δεν είδαν παρά τις υλικές καταστροφές» (ό.π., σ. 168).
Και, φυσικά, δεν επισκέφθηκαν το νοσοκομείο της πόλης, παρά τις επισημάνσεις του ίδιου του Μπάρτσετ. Τον οποίο, επιπλέον, οι επικεφαλής αξιωματικοί αρνήθηκαν πεισματικά να πάρουν μαζί με την υπόλοιπη ομάδα ώς το Τόκιο.

* Η αντεπίθεση του στρατιωτικού προπαγανδιστικού μηχανισμού άρχισε σχεδόν αμέσως. Για να κλέψουν τις εντυπώσεις, οι αμερικανικές αρχές έδωσαν την ίδια μέρα στη δημοσιότητα ένα προετοιμασμένο ρεπορτάζ για τις αγριότητες στα ιαπωνικά στρατόπεδα αιχμαλώτων.

* Ακολούθησε η συνέντευξη τύπου του υπαρχηγού του «Σχεδίου Μανχάταν», ταξίαρχου Τόμας Φάρελ, με αποκλειστικό σκοπό την «επιστημονική» διάψευση της ανταπόκρισης του Μπάρτσετ όσον αφορά τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας.
Το ύψος στο οποίο σημειώθηκε η έκρηξη της βόμβας, εξήγησε, απέκλειε κατηγορηματικά κάθε «υπόλειμμα ακτινοβολίας» στη βομβαρδισμένη πόλη.
Οταν ο ίδιος ο Μπάρτσετ -που μόλις είχε φτάσει στο Τόκιο- διαμαρτυρήθηκε, ο ταξίαρχος δεν δίστασε να τον κατακεραυνώσει: «Φοβάμαι ότι έχετε πέσει θύμα της ιαπωνικής προπαγάνδας».

* Τα καθωσπρέπει ΜΜΕ έσπευσαν να συμμορφωθούν με την επίσημη γραμμή. «Δεν υπάρχει ραδιενέργεια στα ερείπια της Χιροσίμα», διακήρυξε λ.χ. ο τίτλος της ανταπόκρισης των «New York Times» (13.9.45) -«ανταπόκρισης» που υπογράφεται από τον Λόρενς και στην οποία οι δηλώσεις του Φάρελ έχουν υποκαταστήσει κάθε ζωντανή περιγραφή.

* Μικρή λεπτομέρεια: όταν έδωσε τη συνέντευξη τύπου, ο ίδιος ο Φάρελ δεν είχε ακόμα επισκεφθεί τη Χιροσίμα. Το έκανε τις επόμενες μέρες -κι αναθεώρησε πλήρως τις απόψεις του, όπως διαπιστώνεται από συνέντευξη που παραχώρησε στην ιαπωνική «Asahi Simbun» (11.9.45). Παρ' όλο που στο μεταξύ είχε περάσει ένα διήμερο, οι «Ν. Υ. Times» απέφυγαν την παραμικρή αναφορά σ' αυτή τη μεταστροφή.

* Τα «μέτρα ασφαλείας» δεν άργησαν, άλλωστε, να σκληρύνουν ασφυκτικά - και μαζί τους η λογοκρισία για το τι πραγματικά συνέβη με τα θύματα της ατομικής βόμβας. Με διαταγή του στρατηγού Μακάρθουρ, η Χιροσίμα κηρύχθηκε απαγορευμένη ζώνη για τους δημοσιογράφους.

**Στην Ουάσιγκτ
ον, ο στρατηγός Γκρόουβς θα διαβεβαιώσει αυτοπροσώπως το Κονγκρέσο ότι η ατομική βόμβα «σε καμία περίπτωση δεν προκάλεσε υπερβολικό πόνο»: «Στην πραγματικότητα», πρόσθεσε, «λένε ότι είναι ένας πολύ ευχάριστος τρόπος θανάτου».

* Στις 19 Σεπτεμβρίου, ένας νέος «Κώδικας Τύπου», επιβεβλημένος από τις αμερικανικές κατοχικές αρχές, απαγόρευσε τη δημοσίευση από τα ιαπωνικά ΜΜΕ κάθε είδησης που «θα μπορούσε να διασαλεύσει την ηρεμία του πληθυσμού».

* Το Μάιο του 1946, ένα τρίωρο ντοκιμαντέρ του Ντάνιελ Μαγκάβερν με σκηνές από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι κατασχέθηκε από τις αμερικανικές αρχές, χαρακτηρίστηκε «άκρως απόρρητο» και κλείστηκε στα συρτάρια. Θα βγει από κει μόλις το 1968, ύστερα από πιέσεις της (χειραφετημένης, πλέον) ιαπωνικής κυβέρνησης και της κοινής γνώμης στις ίδιες τις ΗΠΑ.

* Το 1947, η αμερικανική λογοκρισία θα απαγορεύσει προληπτικά την κυκλοφορία των αναμνήσεων μιας 15χρονης κοπέλας («Η Μασάκο δεν καταρρέει»), των επιζησάντων μελών της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων της Χιροσίμα και του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Ναγκάι Τακάσι «Οι καμπάνες του Ναγκασάκι». Θα εκδοθούν μονάχα μετά την κατάργηση του «Κώδικα Τύπου» (1949) - και πάλι με υποχρεωτικές επεμβάσεις των λογοκριτών στο κείμενο.
Χαρακτηριστική υπήρξε, τέλος, η τύχη των πρωταγωνιστών αυτής της δημοσιογραφικής ιστορίας.

* Εναντίον του Μπάρτσετ εκδόθηκε διαταγή απέλασης από την Ιαπωνία. Εκμεταλλευόμενος την έντονη αντίθεση ανάμεσα στο στρατό και το ναυτικό των ΗΠΑ, ο δημοσιογράφος πέτυχε την ανάκλησή της.

* Λιγότερο τυχερός θα είναι μερικά χρόνια αργότερα, όταν επέλεξε να καλύψει τον πόλεμο της Κορέας από την πλευρά του εχθρού: η αυστραλιανή κυβέρνηση του αφαίρεσε το διαβατήριο, υποχρεώνοντάς τον να ζήσει στην εξορία για 17 ολόκληρα χρόνια. Πέθανε το 1983.

* Οσο για τον Ουίλιαμ Λόρενς, που διαβεβαίωσε την ανθρωπότητα ότι η ατομική βόμβα επ' ουδενί δεν έσπειρε θανατηφόρα ακτινοβολία, αυτός... τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την προσφορά του στην έγκυρη ενημέρωση!

Τι έμαθε ο Γιαπωνέζος.
Η κάλυψη του βομβαρδισμού της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τα ιαπωνικά ΜΜΕ της εποχής δεν είναι παρά το αντεστραμμένο είδωλο της αντίστοιχης αμερικανικής ειδησεογραφίας.
Με μια διαφορά: αντίθετα με τους δυτικούς συναδέλφους τους, για τους οποίους ο τερματισμός του πολέμου σήμανε και την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, οι ιάπωνες δημοσιογράφοι, όντας πολίτες μιας στρατιωτικά κατεχόμενης χώρας, παρέμειναν κάτω από ασφυκτική κηδεμονία για κάμποσα ακόμα χρόνια. Μοναδικό διάλειμμα ελεύθερης έκφρασης -κι αυτό με εξαιρέσεις- μπορεί να θεωρηθεί το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη συνθηκολόγηση της 15ης Αυγούστου 1945 και τη θέσπιση του «Κώδικα Τύπου», στις 19 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς.
Κατά την πρώτη φάση (6-14 Αυγούστου), κατά την οποία τα ιαπωνικά ΜΜΕ εξακολουθούσαν να λειτουργούν με βάση τις επιταγές της στρατιωτικής λογοκρισίας, η ειδησεογραφία για τις επιπτώσεις των ατομικών βομβαρδισμών υπαγορεύτηκε από την προσπάθεια να αποφευχθεί η περαιτέρω υπονόμευση του ηθικού του πληθυσμού.

* Λίγες ώρες μετά την καταστροφή της Χιροσίμα, οι διευθυντές των βασικών εφημερίδων του Τόκιο και του ειδησεογραφικού πρακτορείου Ντομέι κλήθηκαν στην Υπηρεσία Κατασκοπίας και Πληροφοριών, που ήταν αρμόδια για τη λογοκρισία. Εκεί αποφασίστηκε «το θάψιμο της είδησης του βομβαρδισμού σε κάποια γωνία, μέχρι να υπάρξουν επαρκείς πληροφορίες για το τι συνέβη» (Hook 1991, σ.14).

Για τις πρακτικές συνέπειες αυτής της απόφασης, ενδεικτική είναι η έγκυρη «Asahi Simbun» της επομένης: κάτω από τον γενικό τίτλο «Πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους βομβαρδισμένες από 400 Β-29», μερικές σειρές πληροφορούσαν τους αναγνώστες ότι η Χιροσίμα και τα περίχωρά της «υπέστησαν ελαφρές ζημιές» από εμπρηστικές βόμβες. Την επομένη, ένα λακωνικό επίσημο ανακοινωθέν ανέφερε ότι «βόμβα νέου τύπου ρίχθηκε στη Χιροσίμα» προκαλώντας «σημαντικές ζημιές». Στις 9 Αυγούστου, ημιεπίσημος αναλυτής διαβεβαίωνε το κοινό ότι «στη διάρκεια αυτού του πολέμου, η ισχύς των νέων όπλων έχει συχνά υπερτιμηθεί». Ακόμη και η πρώτη είδηση για το βομβαρδισμό του Ναγκασάκι μιλούσε, πάλι, για «σχετικά ελαφρές ζημιές» (12.8.45).

* Χαρακτηριστικές των ημερών είναι επίσης οι δημόσιες εμφανίσεις επιστημόνων, που προσπαθούν να κατευνάσουν την ανησυχία του κοινού με οδηγίες για «μέτρα προστασίας» τραγικά ατελέσφορα: «Ο τρόπος να νικήσουμε τη βόμβα νέου τύπου», διακηρύσσουν οι αρχές μέσω των σελίδων της Asahi (10.8.45), συνεπικουρούμενες από τον πυρηνικό φυσικό Φουσίμι Κότζι, του πανεπιστημίου της Οσάκα, είναι «να έχουμε εμπιστοσύνη στα αντιαεροπορικά καταφύγια» και να φοράμε γάντια ώστε «να προστατεύσουμε τα χέρια μας από τα εγκαύματα». Την επομένη, μια νέα οδηγία κάνει την εμφάνισή της: «Λευκά εσώρουχα είναι η καλύτερη προφύλαξη».

Η στράτευση των ΜΜΕ είναι τέτοια, που επηρεάζει άμεσα ακόμη και τα πρώτα ρεπορτάζ από τις χτυπημένες περιοχές: Τρεις ρεπόρτερ της Asahi ενημερώνουν στις 12.8 το κοινό ότι «το μεγαλύτερο μέρος της Χιροσίμα έχει μετατραπεί σε στάχτες και μεγάλος αριθμός αθώων ανθρώπων έχει σκοτωθεί ή τραυματιστεί», σπεύδουν όμως να διακηρύξουν: «Δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε ότι η ιαπωνική φυλή θα χάσει τη θέληση γι' αγώνα μόνο και μόνο εξαιτίας αυτού».

Η συνθηκολόγηση θα ανατρέψει άρδην αυτό το σκηνικό, έστω και για ένα μόνο μήνα. Φωτογραφίες από τη βομβαρδισμένη Χιροσίμα δημοσιεύονται για πρώτη φορά στις 19 Αυγούστου κι ακολουθούν ζωντανά ρεπορτάζ, τόσο για τα άμεσα θύματα της έκρηξης όσο και για τις συνέπειες της ακτινοβολίας. «Δυο βδομάδες μετά, οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν», γράφουν οι εφημερίδες της 25.8. Τέσσερις μέρες μετά, ο πανεπιστημιακός γιατρός Τσουζούκι Μασάο θα προσδιορίσει με ακρίβεια την αιτία του φαινομένου.

Οι κατοχικές αρχές, ωστόσο, αγρυπνούν. Ηδη από τις 15 Αυγούστου, η Asahi τιμωρείται με 48ωρο κλείσιμο επειδή δημοσίευσε δήλωση του πολιτικού -μετέπειτα πρωθυπουργού- Χατογιάμα Ισίρο, όπου το ολοκαύτωμα της Χιροσίμα χαρακτηρίζεται «χειρότερο έγκλημα από τα αέρια ή το βομβαρδισμό νοσοκομειακών πλοίων». Θα ακολουθήσει στις 14 Σεπτεμβρίου το 48ωρο κλείσιμο του πρακτορείου Ντομέι και, πέντε μέρες αργότερα, η επιβολή του «Κώδικα Τύπου», που επισημοποιεί τη λογοκρισία κάθε είδησης η οποία θα μπορούσε να «διασαλεύσει την ηρεμία» των ηττημένων...

Από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: